Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βουλυτός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 19: Line 19:
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>s.e.</i> [[καιρός]];<br />heure où l'on dételle les bœufs, soir.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[λύω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>s.e.</i> [[καιρός]];<br />heure où l'on dételle les bœufs, soir.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[λύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βουλῡτός''': (ἐνν. [[καιρός]]), ὁ, ὁ καιρὸς τῆς ἀποζεύξεως τῶν βοῶν, [[ἑσπέρα]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1500, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1342· ὑπὸ… ἀστέρα βουλυτοῖο Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 618. 15· -παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ. βουλῡτόνδε, πρὸς ἑσπέραν, Ἰλ. Π. 779, Ὀδ. Ι. 58.
|elnltext=[[βουλυτός]] -οῦ, ὁ [[βοῦς]], [[λυτός]] steeds als subst. de tijd van het uitspannen van de ossen (tijdsaanduiding voor het einde van de dag); adv., ep. [[βουλυτόνδε]] tegen de tijd van het uitspannen van de ossen.
}}
{{elru
|elrutext='''βουλῡτός:''' (sc. [[καιρός]]) время распряжки волов, т. е. сумерки, вечер Arph., Luc.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: litt. "unyoking the oxen", [[evening]] (Π 779 = ι 58, in <b class="b3">βουλυτόν δε</b>).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: From [[βοῦς]] and <b class="b3">λύ-ω</b> (<b class="b3">λυ-</b> unexplained) with <b class="b3">το-</b>Suffixes (Chantr. Form. 303).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 34:
|lsmtext='''βουλῡτός:''' ὁ ([[λύω]]), [[καιρός]] της απόζευξης των βοδιών της αποδέσμευσής τους από τον [[ζυγό]], το [[απόγευμα]], σε Αριστοφ.· στον Όμηρ. μόνο ως επίρρ. βουλῡτόνδε, προς το [[απόγευμα]], κατά το [[δειλινό]], κατά το [[σούρουπο]].
|lsmtext='''βουλῡτός:''' ὁ ([[λύω]]), [[καιρός]] της απόζευξης των βοδιών της αποδέσμευσής τους από τον [[ζυγό]], το [[απόγευμα]], σε Αριστοφ.· στον Όμηρ. μόνο ως επίρρ. βουλῡτόνδε, προς το [[απόγευμα]], κατά το [[δειλινό]], κατά το [[σούρουπο]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βουλῡτός:''' (sc. [[καιρός]]) время распряжки волов, т. е. сумерки, вечер Arph., Luc.
|lstext='''βουλῡτός''': (ἐνν. [[καιρός]]), , ὁ καιρὸς τῆς ἀποζεύξεως τῶν βοῶν, [[ἑσπέρα]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1500, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1342· ὑπὸ… ἀστέρα βουλυτοῖο Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 618. 15· -παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ. βουλῡτόνδε, πρὸς ἑσπέραν, Ἰλ. Π. 779, Ὀδ. Ι. 58.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: litt. "unyoking the oxen", [[evening]] (Π 779 = ι 58, in <b class="b3">βουλυτόν δε</b>).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: From [[βοῦς]] and <b class="b3">λύ-ω</b> (<b class="b3">λυ-</b> unexplained) with <b class="b3">το-</b>Suffixes (Chantr. Form. 303).
}}
{{elnl
|elnltext=[[βουλυτός]] -οῦ, ὁ [[βοῦς]], [[λυτός]] steeds als subst. de tijd van het uitspannen van de ossen (tijdsaanduiding voor het einde van de dag); adv., ep. [[βουλυτόνδε]] tegen de tijd van het uitspannen van de ossen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj