Anonymous

δασύστερνος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ος, ον :<br />à la poitrine velue.<br />'''Étymologie:''' [[δασύς]], [[στέρνον]].
|btext=ος, ον :<br />à la poitrine velue.<br />'''Étymologie:''' [[δασύς]], [[στέρνον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δασύστερνος''': -ον, ὁ ἔχων δασύ, μαλλιαρὸν τὸ [[στῆθος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 512· ἐπὶ τοῦ Κενταύρου Νέσσου, Σοφ. Τρ. 557· ― οὕτω δασύστηθος, ον, Πρόκλ. Πτολ. 3. 14.
|elnltext=δασύστερνος -ον [δασύς, στέρνον] met harige borst.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰσύστερνος:''' [[с косматой грудью]] (θῆρες Hes.; [[Νέσσος]] Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δασύστερνος:''' -ον ([[στέρνον]]), αυτός που έχει δασύτριχο [[στήθος]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''δασύστερνος:''' -ον ([[στέρνον]]), αυτός που έχει δασύτριχο [[στήθος]], σε Ησίοδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δᾰσύστερνος:''' [[с косматой грудью]] (θῆρες Hes.; [[Νέσσος]] Soph.).
|lstext='''δασύστερνος''': -ον, ὁ ἔχων δασύ, μαλλιαρὸν τὸ [[στῆθος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 512· ἐπὶ τοῦ Κενταύρου Νέσσου, Σοφ. Τρ. 557· ― οὕτω δασύστηθος, ον, Πρόκλ. Πτολ. 3. 14.
}}
{{elnl
|elnltext=δασύστερνος -ον [δασύς, στέρνον] met harige borst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj