Anonymous

δαιτρεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=faire des parts ; découper des viandes et distribuer des portions.<br />'''Étymologie:''' [[δαιτρός]].
|btext=faire des parts ; découper des viandes et distribuer des portions.<br />'''Étymologie:''' [[δαιτρός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δαιτρεύω''': ([[δαιτρός]]) διαιρῶ, [[μοιράζω]], ἰδίως [[κόπτω]] [[κρέας]], δαιτρεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι, νὰ κόψω καὶ ψήσω, Ὀδ. Ο. 323· ἂν δὲ… ἵστατο δαιτρεύσων, ἵνα κόψῃ, μοιράσῃ, Ξ. 433· τὰ δ’ ἄλλ’ ἐς δῆμον ἔδωκε δαιτρεύειν, νὰ κόψωσιν [[ὅπως]] μοιράσωσι μεταξὺ τοῦ λαοῦ, Ἰλ. Λ. 703, πρβλ. 687· ἵππους δαίτρευον, ἐπὶ τῶν Ἀμαζόνων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1176. – Μέσ. ἐν Ὀπ. Ἁλ. 2. 606.
|elnltext=δαιτρεύω [δαιτρός] in stukken snijden, spec. vlees; alg. verdelen.
}}
{{elru
|elrutext='''δαιτρεύω:''' (о мясе) разделять на порции, нарезать (δαιρτεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''δαιτρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[δαιτρός]]), [[διαμελίζω]] [[κρέας]], [[τεμαχίζω]] σε μερίδες ή [[κόβω]], σε Ομήρ. Οδ.· [[κόβω]], [[κομματιάζω]] για να διανείμω, [[μοιράζω]] [[ανάμεσα]] στον κόσμο, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''δαιτρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[δαιτρός]]), [[διαμελίζω]] [[κρέας]], [[τεμαχίζω]] σε μερίδες ή [[κόβω]], σε Ομήρ. Οδ.· [[κόβω]], [[κομματιάζω]] για να διανείμω, [[μοιράζω]] [[ανάμεσα]] στον κόσμο, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δαιτρεύω:''' (о мясе) разделять на порции, нарезать (δαιρτεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι Hom.).
|lstext='''δαιτρεύω''': ([[δαιτρός]]) διαιρῶ, [[μοιράζω]], ἰδίως [[κόπτω]] [[κρέας]], δαιτρεῦσαί τε καὶ ὀπτῆσαι, νὰ κόψω καὶ ψήσω, Ὀδ. Ο. 323· ἂν δὲ… ἵστατο δαιτρεύσων, ἵνα κόψῃ, μοιράσῃ, Ξ. 433· τὰ δ’ ἄλλ’ ἐς δῆμον ἔδωκε δαιτρεύειν, νὰ κόψωσιν [[ὅπως]] μοιράσωσι μεταξὺ τοῦ λαοῦ, Ἰλ. Λ. 703, πρβλ. 687· ἵππους δαίτρευον, ἐπὶ τῶν Ἀμαζόνων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1176. – Μέσ. ἐν Ὀπ. Ἁλ. 2. 606.
}}
{{elnl
|elnltext=δαιτρεύω [δαιτρός] in stukken snijden, spec. vlees; alg. verdelen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δαιτρός]]<br />to cut up [[meat]], cut [[into]] joints or to [[carve]], Od.: to cut up for [[distribution]] [[among]] the [[people]], Il.
|mdlsjtxt=[[δαιτρός]]<br />to cut up [[meat]], cut [[into]] joints or to [[carve]], Od.: to cut up for [[distribution]] [[among]] the [[people]], Il.
}}
}}