Anonymous

δεκατεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<i>pf. inus.</i><br />prélever la dîme.<br />'''Étymologie:''' [[δέκατος]].
|btext=<i>pf. inus.</i><br />prélever la dîme.<br />'''Étymologie:''' [[δέκατος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δεκατεύω''': ([[δεκάτη]]) [[λαμβάνω]] ἢ ἀπαιτῶ τὴν δεκάτην (ὡς φόρον) [[παρά]] τινος, ὑποχρεώνω αὐτὸν νὰ πληρώνῃ τὸ δέκατον, τινὰ Δημ. 617. 22· τὰς πόλεις Λυκοῦργ. 158. 6· τούτους δεκατεῦσαι τῷ ἐν Δελφοῖσι θεῷ, νὰ ὑποχρεώσωσιν αὐτοὺς νὰ πληρώνωσι [[μέρος]] τι (τὸ δέκατον) εἰς τὸν Ἀπόλλωνα, Ἡρόδ. 7. 132· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, δ. τὰ ἐξ ἀγροῦ ὡραῖα, ἀποδεκατίζω αὐτὰ (ὡς προσφορὰν ἢ ἀπαρχήν), Ξεν. Ἀν. 5. 3, 9· καὶ οὕτω, παθ., ἀναγκαίως ἔχει τὰ χρήματα δεκατευθῆναι τῷ Διῒ Ἡρόδ. 1. 89· [[ἐντεῦθεν]] παροιμ., ἐλπὶς ἧν δεκατευθῆναι τὰς Θήβας, δηλ. ὅτι θὰ ἐκυριεύοντο καὶ θὰ ὑπεβάλλοντο εἰς [[δεκάτη]], Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 20., 5. 35. 2) ἀπολ., εἶμαι [[δεκατευτής]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 392. ΙΙ. καθιερώνω ἢ ἀφιερώνω τὸν δέκατον ἄνθρωπον, [[ἐξορίζω]] τῆς χώρας ἕνα μεταξὺ [[δέκα]], πρβλ. Creuzer Xanth. σ. 178· - ἐν πολέμῳ, [[λαμβάνω]] ἕκαστον δέκατον ἄνθρωπον καὶ [[παραδίδω]] εἰς θάνατον, Δίων Κ. 48. 42. κτλ., πρβλ. Διον. Ἁλ. 9. 50· - ἐν Ἀππ. Ἐμφ. 1. 49, ἀντὶ δεκατεύοντες πρέπει νὰ ἀναγνωσθῇ [[δέκα]] τινάς.
|elnltext=δεκατεύω [δεκάτη] met acc. van personen tienden heffen van, tienden laten betalen; pass.: ὡς νῦν Θηβαίους τὸ λεγόμενον δὴ δεκατευθῆναι ἐλπὶς εἴη dat er nu de hoop was dat de Thebanen, zoals men dat noemt, tienden zouden moeten betalen ( eufem. voor veroverd en geplunderd worden) Xen. Hell. 6.3.20. met acc. van zaken een tiende betalen van, offeren van; (als tiende) betalen, offeren; pass.: ὥς σφεα ἀναγκαίως ἔχει δεκατευθῆναι τῷ Διί dat dat (geld) geofferd moet worden aan Zeus Hdt. 1.89.3.
}}
{{elru
|elrutext='''δεκᾰτεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[посвящать десятую долю]] (τι τῷ θεῷ Her., Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[облагать десятиной]] (τινά Dem.): δεκατεῦσαί τινα τῷ θεῷ Her., Polyb. обложить кого-л. десятиной в пользу божества;<br /><b class="num">3)</b> [[собирать десятину]] Arph.;<br /><b class="num">4)</b> [[наказывать или казнить каждого десятого]], [[децимировать]] ([[εἴτε]] δ., εἴτ᾽ ἄλλῳ τρόπῳ κολάζειν Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δεκατεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[δεκάτη]]), [[αποσπώ]], [[λαμβάνω]] τη [[δεκάτη]] (ως [[φόρο]]) από κάποιον, τον [[αναγκάζω]] να πληρώσει τη [[δεκάτη]]· <i>τούτους δεκατεῦσαι τῷ θεῷ</i>, να τους αναγκάσουν να πληρώσουν, να αποδώσουν τη [[δεκάτη]] στο όνομα του θεού, σε Ηρόδ.· επίσης λέγεται για πράγματα, <i>δ. τὰ ἐξ ἄγρου ὡραῖα</i>, [[λαμβάνω]] το ένα δέκατο από αυτά (ως [[προσφορά]], [[θυσία]]), σε Ξεν.· και ομοίως, Παθ., <i>δεκατευθῆναι τῷ Διΐ</i>, σε Ηρόδ.· από όπου, η παροιμ. [[φράση]] ἐλπὶς ἦν δεκατευθῆναι [[τὰς]] Θήβας, δηλ. ότι θα κυριεύονταν και υποχρεώνονταν να αποδώσουν τη [[δεκάτη]], σε Ξεν.
|lsmtext='''δεκατεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[δεκάτη]]), [[αποσπώ]], [[λαμβάνω]] τη [[δεκάτη]] (ως [[φόρο]]) από κάποιον, τον [[αναγκάζω]] να πληρώσει τη [[δεκάτη]]· <i>τούτους δεκατεῦσαι τῷ θεῷ</i>, να τους αναγκάσουν να πληρώσουν, να αποδώσουν τη [[δεκάτη]] στο όνομα του θεού, σε Ηρόδ.· επίσης λέγεται για πράγματα, <i>δ. τὰ ἐξ ἄγρου ὡραῖα</i>, [[λαμβάνω]] το ένα δέκατο από αυτά (ως [[προσφορά]], [[θυσία]]), σε Ξεν.· και ομοίως, Παθ., <i>δεκατευθῆναι τῷ Διΐ</i>, σε Ηρόδ.· από όπου, η παροιμ. [[φράση]] ἐλπὶς ἦν δεκατευθῆναι [[τὰς]] Θήβας, δηλ. ότι θα κυριεύονταν και υποχρεώνονταν να αποδώσουν τη [[δεκάτη]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δεκᾰτεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[посвящать десятую долю]] (τι τῷ θεῷ Her., Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[облагать десятиной]] (τινά Dem.): δεκατεῦσαί τινα τῷ θεῷ Her., Polyb. обложить кого-л. десятиной в пользу божества;<br /><b class="num">3)</b> [[собирать десятину]] Arph.;<br /><b class="num">4)</b> [[наказывать или казнить каждого десятого]], [[децимировать]] ([[εἴτε]] δ., εἴτ᾽ ἄλλῳ τρόπῳ κολάζειν Plut.).
|lstext='''δεκατεύω''': ([[δεκάτη]]) [[λαμβάνω]] ἢ ἀπαιτῶ τὴν δεκάτην (ὡς φόρον) [[παρά]] τινος, ὑποχρεώνω αὐτὸν νὰ πληρώνῃ τὸ δέκατον, τινὰ Δημ. 617. 22· τὰς πόλεις Λυκοῦργ. 158. 6· τούτους δεκατεῦσαι τῷ ἐν Δελφοῖσι θεῷ, νὰ ὑποχρεώσωσιν αὐτοὺς νὰ πληρώνωσι [[μέρος]] τι (τὸ δέκατον) εἰς τὸν Ἀπόλλωνα, Ἡρόδ. 7. 132· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, δ. τὰ ἐξ ἀγροῦ ὡραῖα, ἀποδεκατίζω αὐτὰ (ὡς προσφορὰν ἢ ἀπαρχήν), Ξεν. Ἀν. 5. 3, 9· καὶ οὕτω, παθ., ἀναγκαίως ἔχει τὰ χρήματα δεκατευθῆναι τῷ Διῒ Ἡρόδ. 1. 89· [[ἐντεῦθεν]] παροιμ., ἐλπὶς ἧν δεκατευθῆναι τὰς Θήβας, δηλ. ὅτι θὰ ἐκυριεύοντο καὶ θὰ ὑπεβάλλοντο εἰς [[δεκάτη]], Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 20., 5. 35. 2) ἀπολ., εἶμαι [[δεκατευτής]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 392. ΙΙ. καθιερώνω ἢ ἀφιερώνω τὸν δέκατον ἄνθρωπον, [[ἐξορίζω]] τῆς χώρας ἕνα μεταξὺ [[δέκα]], πρβλ. Creuzer Xanth. σ. 178· - ἐν πολέμῳ, [[λαμβάνω]] ἕκαστον δέκατον ἄνθρωπον καὶ [[παραδίδω]] εἰς θάνατον, Δίων Κ. 48. 42. κτλ., πρβλ. Διον. Ἁλ. 9. 50· - ἐν Ἀππ. Ἐμφ. 1. 49, ἀντὶ δεκατεύοντες πρέπει νὰ ἀναγνωσθῇ [[δέκα]] τινάς.
}}
{{elnl
|elnltext=δεκατεύω [δεκάτη] met acc. van personen tienden heffen van, tienden laten betalen; pass.: ὡς νῦν Θηβαίους τὸ λεγόμενον δὴ δεκατευθῆναι ἐλπὶς εἴη dat er nu de hoop was dat de Thebanen, zoals men dat noemt, tienden zouden moeten betalen ( eufem. voor veroverd en geplunderd worden) Xen. Hell. 6.3.20. met acc. van zaken een tiende betalen van, offeren van; (als tiende) betalen, offeren; pass.: ὥς σφεα ἀναγκαίως ἔχει δεκατευθῆναι τῷ Διί dat dat (geld) geofferd moet worden aan Zeus Hdt. 1.89.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δεκάτη]]<br />to [[exact]] the [[tenth]] [[part]] from a man, to make him pay [[tithe]], τούτους δεκατεῦσαι τῶι θεῶι to make them pay a [[tithe]] to the god, Hdt.:— also of things, δ. τὰ ἐξ ἀγροῦ ὡραῖα to [[tithe]] them (as an [[offering]]), Xen.: and so, Pass., δεκατευθῆναι τῶι Διΐ Hdt.: [[hence]] [[proverb]]., ἐλπὶς ἦν δεκατευθῆναι τὰς Θήβας, i. e. that it would be made to pay [[tithe]], Xen.
|mdlsjtxt=[[δεκάτη]]<br />to [[exact]] the [[tenth]] [[part]] from a man, to make him pay [[tithe]], τούτους δεκατεῦσαι τῶι θεῶι to make them pay a [[tithe]] to the god, Hdt.:— also of things, δ. τὰ ἐξ ἀγροῦ ὡραῖα to [[tithe]] them (as an [[offering]]), Xen.: and so, Pass., δεκατευθῆναι τῶι Διΐ Hdt.: [[hence]] [[proverb]]., ἐλπὶς ἦν δεκατευθῆναι τὰς Θήβας, i. e. that it would be made to pay [[tithe]], Xen.
}}
}}