Anonymous

δειρή: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> cou;<br /><b>2</b> gorge.<br />'''Étymologie:''' cf. [[δειράς]] et <i>lat.</i> dorsum.
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> cou;<br /><b>2</b> gorge.<br />'''Étymologie:''' cf. [[δειράς]] et <i>lat.</i> dorsum.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δειρή''': ἡ, ὁ [[τράχηλος]], ὁ λαιμός, Ἰλ. Λ. 26, κτλ., Ἡρόδ. 1. 51· Ἀττ. [[δέρη]], ὃ ἴδε. 2) περιδέραιον, Πολυδ. Β΄, 235. ΙΙ. κατὰ πληθ. = [[δειράς]], Πίνδ. Ο. 3. 48., 9. 89. (Πρβλ. [[δειράς]]· ὁ Κουρτ. ὑποθέτει ὅτι ὁ [[τύπος]] [[δέρη]] ([[ὅπερ]] τηρεῖ τὸ η παρ’ Ἀττ.) καὶ τὸ Αἰολ. δέρρα, Λατ. dorsum, ὁδηγοῦσιν ἡμᾶς εἴς τινα ἀρχικὸν ἢ πρῶτον τύπον δέρσα).
|elnltext=δειρή Ion. voor δέρη.
}}
{{elru
|elrutext='''δειρή:''' дор. [[δειρά]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[шея]] Hom., Theocr.: τὰ ἀπὸ τῆς δειρῆς Her. ожерелье;<br /><b class="num">2)</b> [[горло]] HH;<br /><b class="num">3)</b> перен. [[пасть]] (sc. Ταρτάρου Hes.);<br /><b class="num">4)</b> [[горная гряда]] (Ἀρκαδίας δειραί Pind.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''δειρή:''' ἡ, [[λαιμός]], [[τράχηλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ. — [[δέρη]] (όχι [[δέρα]]), σε Αισχύλ. (πιθ. συγγενές προς το Λατ. dors-um).
|lsmtext='''δειρή:''' ἡ, [[λαιμός]], [[τράχηλος]], σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ. — [[δέρη]] (όχι [[δέρα]]), σε Αισχύλ. (πιθ. συγγενές προς το Λατ. dors-um).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δειρή:''' дор. [[δειρά]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[шея]] Hom., Theocr.: τὰ ἀπὸ τῆς δειρῆς Her. ожерелье;<br /><b class="num">2)</b> [[горло]] HH;<br /><b class="num">3)</b> перен. [[пасть]] (sc. Ταρτάρου Hes.);<br /><b class="num">4)</b> [[горная гряда]] (Ἀρκαδίας δειραί Pind.).
|lstext='''δειρή''': ἡ, ὁ [[τράχηλος]], ὁ λαιμός, Ἰλ. Λ. 26, κτλ., Ἡρόδ. 1. 51· Ἀττ. [[δέρη]], ὃ ἴδε. 2) περιδέραιον, Πολυδ. Β΄, 235. ΙΙ. κατὰ πληθ. = [[δειράς]], Πίνδ. Ο. 3. 48., 9. 89. (Πρβλ. [[δειράς]]· ὁ Κουρτ. ὑποθέτει ὅτι ὁ [[τύπος]] [[δέρη]] ([[ὅπερ]] τηρεῖ τὸ η παρ’ Ἀττ.) καὶ τὸ Αἰολ. δέρρα, Λατ. dorsum, ὁδηγοῦσιν ἡμᾶς εἴς τινα ἀρχικὸν ἢ πρῶτον τύπον δέρσα).
}}
{{elnl
|elnltext=δειρή Ion. voor δέρη.
}}
}}
{{etym
{{etym