Anonymous

δαπάνη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> dépense :<br /><b>1</b> argent dépensé, dépense;<br /><b>2</b> ressources pour des dépenses, argent à dépenser ; δαπάνην παρέχειν HDT fournir de l'argent pour la dépense ; δαπάνην ξυμφέρειν THC contribuer à la dépense;<br /><b>II.</b> goût pour la dépense, prodigalité.<br />'''Étymologie:''' [[δάπτω]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> dépense :<br /><b>1</b> argent dépensé, dépense;<br /><b>2</b> ressources pour des dépenses, argent à dépenser ; δαπάνην παρέχειν HDT fournir de l'argent pour la dépense ; δαπάνην ξυμφέρειν THC contribuer à la dépense;<br /><b>II.</b> goût pour la dépense, prodigalité.<br />'''Étymologie:''' [[δάπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δᾰπάνη''': [ᾰ], ἡ, (ἴδε [[δάπτω]]) τὸ ἔξοδον, τὰ ἔξοδα, [[ἀνάλωμα]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 721, κ. ἀλλ.· δ. χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, χρημάτων Θουκ. 1. 129., 3. 13· δ. κουφή, τὸ ἔξοδον [[εἶναι]] ὀλίγον, μ. ἀπαρ., Εὐρ. Βάκχ. 891· εἰς κενὸν ἡ δ. Ἐπιγρ. Ἑλλ. 646. 10· ― [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ., Θουκ. 6. 15· δαπάναι ἐλπίδων Πίνδ. Ι. 5. 73 (4. 57). ΙΙ. χρήματα ἐξοδευθέντα, ἵππων, εἰς ἵππους, ὁ αὐτ. 3. 49· δαπάνην παρέχειν, χρήματα [[ὅπως]] δαπανήσῃ τις, Ἡρόδ. 1. 41· ξυμφέρειν Θουκ. 1. 99· [[ὅπως]] μὴ ἡ εἰς τὸν ἐνιαυτὸν κειμένη [[δαπάνη]] εἰς τὸν μῆνα δαπανᾶται Ξεν. Οἰκ. 7. 36. ΙΙΙ. [[τάσις]] πρὸς δαπάνην, τὸ δαπανηρὸν, ἡ [[ἀσωτία]], ἡ ἐν τῇ φύσει [[δαπάνη]], φυσικὴ [[ἀσωτία]], Αἰσχίν. 85. 8.
|elnltext=δαπάνη -ης, ἡ [~ δάπτω] uitgave, kosten:. χρυσοῦ καὶ ἀργύρου δ. kosten aan goud en zilver Thuc. 1.129.3. geldelijke middelen:. δαπάνην παρέχειν geldelijke middelen ter beschikking stellen Hdt. 1.41.1.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰπάνη:''' дор. δᾰπάνα (πᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[расходование]], [[расход]], [[трата]], Hes., Pind.: δ. или δαπάναι τινός Pind., Thuc., Arst. расход чего-л. или на что-л.; οἰκηΐη [[ἀνδρῶν]] δαπάνῃ Her. со снаряженным на собственный счет войском; κούφα δαπάνα νομίζειν Eur. нетрудно понять;<br /><b class="num">2)</b> [[деньги на расходы]], [[средства]] (δαπάνην παρέχειν Her.; δαπάνας ἐξευρίσκειν Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[расточительность]] (ἡ ἐν τῇ φύσει δ. Aeschin.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 37: Line 40:
|lsmtext='''δᾰπάνη:''' [ᾰ], ἡ ([[δάπτω]]),<br /><b class="num">I.</b> έξοδα, [[κόστος]], [[ζημία]], [[ανάλωση]], σε Ησίοδ.· <i>χρημάτων</i>, σε Θουκ.· <i>δ. κούφη</i>, το [[κόστος]] είναι μικρό, σε Ευρ.· επίσης, στον πληθ., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[ξόδεμα]], [[κατανάλωση]] χρημάτων· <i>ἵππων</i>, σε άλογα, σε Πίνδ.· <i>δαπάνην παρέχειν</i>, χρήματα διαθέσιμα για [[ξόδεμα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> αλόγιστη, άσκοπη [[δαπάνη]], [[σπατάλη]], [[διασπάθιση]], [[υπερβολή]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''δᾰπάνη:''' [ᾰ], ἡ ([[δάπτω]]),<br /><b class="num">I.</b> έξοδα, [[κόστος]], [[ζημία]], [[ανάλωση]], σε Ησίοδ.· <i>χρημάτων</i>, σε Θουκ.· <i>δ. κούφη</i>, το [[κόστος]] είναι μικρό, σε Ευρ.· επίσης, στον πληθ., σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[ξόδεμα]], [[κατανάλωση]] χρημάτων· <i>ἵππων</i>, σε άλογα, σε Πίνδ.· <i>δαπάνην παρέχειν</i>, χρήματα διαθέσιμα για [[ξόδεμα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> αλόγιστη, άσκοπη [[δαπάνη]], [[σπατάλη]], [[διασπάθιση]], [[υπερβολή]], σε Αισχίν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δᾰπάνη:''' дор. δᾰπάνα (πᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[расходование]], [[расход]], [[трата]], Hes., Pind.: δ. или δαπάναι τινός Pind., Thuc., Arst. расход чего-л. или на что-л.; οἰκηΐη [[ἀνδρῶν]] δαπάνῃ Her. со снаряженным на собственный счет войском; κούφα δαπάνα νομίζειν Eur. нетрудно понять;<br /><b class="num">2)</b> [[деньги на расходы]], [[средства]] (δαπάνην παρέχειν Her.; δαπάνας ἐξευρίσκειν Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[расточительность]] (ἡ ἐν τῇ φύσει δ. Aeschin.).
|lstext='''δᾰπάνη''': [ᾰ], ἡ, (ἴδε [[δάπτω]]) τὸ ἔξοδον, τὰ ἔξοδα, [[ἀνάλωμα]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 721, κ. ἀλλ.· δ. χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, χρημάτων Θουκ. 1. 129., 3. 13· δ. κουφή, τὸ ἔξοδον [[εἶναι]] ὀλίγον, μ. ἀπαρ., Εὐρ. Βάκχ. 891· εἰς κενὸν ἡ δ. Ἐπιγρ. Ἑλλ. 646. 10· ― [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ., Θουκ. 6. 15· δαπάναι ἐλπίδων Πίνδ. Ι. 5. 73 (4. 57). ΙΙ. χρήματα ἐξοδευθέντα, ἵππων, εἰς ἵππους, ὁ αὐτ. 3. 49· δαπάνην παρέχειν, χρήματα [[ὅπως]] δαπανήσῃ τις, Ἡρόδ. 1. 41· ξυμφέρειν Θουκ. 1. 99· [[ὅπως]] μὴ ἡ εἰς τὸν ἐνιαυτὸν κειμένη [[δαπάνη]] εἰς τὸν μῆνα δαπανᾶται Ξεν. Οἰκ. 7. 36. ΙΙΙ. [[τάσις]] πρὸς δαπάνην, τὸ δαπανηρὸν, ἡ [[ἀσωτία]], ἡ ἐν τῇ φύσει [[δαπάνη]], φυσικὴ [[ἀσωτία]], Αἰσχίν. 85. 8.
}}
{{elnl
|elnltext=δαπάνη -ης, [~ δάπτω] uitgave, kosten:. χρυσοῦ καὶ ἀργύρου δ. kosten aan goud en zilver Thuc. 1.129.3. geldelijke middelen:. δαπάνην παρέχειν geldelijke middelen ter beschikking stellen Hdt. 1.41.1.
}}
}}
{{etym
{{etym