Anonymous

βεβουλευμένως: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<i>adv.</i><br />avec réflexion, à dessein.<br />'''Étymologie:''' βεβουλευμένος, part. pf. de βουλεύομαι.
|btext=<i>adv.</i><br />avec réflexion, à dessein.<br />'''Étymologie:''' βεβουλευμένος, part. pf. de βουλεύομαι.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βεβουλευμένως''': ἐπίρρ. παθ. πρκμ. τοῦ βουλεύομαι, [[ἐσκεμμένως]], ἐπίτηδες, Λατ. ex consulto, Δημ. 527. 21.
|elnltext=[[βεβουλευμένως]], adv. ptc. perf. med. van [[βουλεύω]], opzettelijk, weloverwogen.
}}
{{elru
|elrutext='''βεβουλευμένως:''' [[обдуманно]], [[преднамеренно]] Dem.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βεβουλευμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του <i>[[βουλεύομαι]]</i>, σκόπιμα, προμελετημένα, εσκεμμένα, εκ προθέσεως, σε Δημ.
|lsmtext='''βεβουλευμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του <i>[[βουλεύομαι]]</i>, σκόπιμα, προμελετημένα, εσκεμμένα, εκ προθέσεως, σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βεβουλευμένως:''' [[обдуманно]], [[преднамеренно]] Dem.
|lstext='''βεβουλευμένως''': ἐπίρρ. παθ. πρκμ. τοῦ βουλεύομαι, [[ἐσκεμμένως]], ἐπίτηδες, Λατ. ex consulto, Δημ. 527. 21.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βεβουλευμένως]], adv. ptc. perf. med. van [[βουλεύω]], opzettelijk, weloverwogen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj