Anonymous

δηρός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ά, όν :<br />de longue durée : ἐπὶ δηρόν <i>ou abs.</i> δηρόν, longtemps <i>ou</i> trop longtemps.<br />'''Étymologie:''' cf. [[δήν]].
|btext=ά, όν :<br />de longue durée : ἐπὶ δηρόν <i>ou abs.</i> δηρόν, longtemps <i>ou</i> trop longtemps.<br />'''Étymologie:''' cf. [[δήν]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δηρός''': -ά, -όν, (πρβλ. δὴν) [[μακρός]], παραπολὺ [[μακρός]], δηρὸν χρόνον, ἐπὶ μακρὸν χρόνον, διὰ πολὺν καιρόν, Ἰλ. Ξ. 206, 305, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 282· συνηθέστερον, δηρὸν (ἐξυπακ. χρόνον), ὡς ἐπίρρ. παρὰ πολύ, μακρὸν χρόνον, Ἰλ. Β. 298, κτλ.· [[οὕτως]], ἐπὶ δηρὸν Ι. 415· [[συχνάκις]] μετ᾿ ἀρνητ., [[οὐδέ]] σέ φημι δηρὸν… ἀλύξειν Κ. 371, πρβλ. Β. 435, κτλ.· ‒ οἱ Τραγ. μεταχειρίζονται μόνον τὸν Δωρ. τύπον δᾱρός, πολὺν δαρόν τε χρόνον Σοφ. Αἴ. 414, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 359, Εὐρ Ι. Τ. 1339· δαρὸν μόνον, Αἰσχύλ. Πρ. 646, 940, Σοφ., κτλ.· πρβλ. [[Ἀθήνη]], κυνηγός, κτλ.
|elnltext=δηρός -ά -όν Dor. δᾱρός [~ δήν] langdurig;. ἐπὶ δηρόν gedurende lange tijd Il. 9.415.
}}
{{elru
|elrutext='''δηρός:''' [[долгий]]: только в выраж. δηρὸν χρόνον Hom. (на)долго.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''δηρός:''' -ά, -όν, Δωρ. δᾱρός ([[δήν]]), [[μακρύς]], [[πολύ]] [[μακρύς]], επί [[μακρόν]], <i>δηρὸν χρόνον</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, [[δηρόν]] (ενν. <i>χρόνον</i>), ως επίρρ., [[πάρα]] [[πολύ]], στο ίδ.· ἐπὶ [[δηρόν]], στο ίδ.· <i>δαρὸν χρόνον</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''δηρός:''' -ά, -όν, Δωρ. δᾱρός ([[δήν]]), [[μακρύς]], [[πολύ]] [[μακρύς]], επί [[μακρόν]], <i>δηρὸν χρόνον</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, [[δηρόν]] (ενν. <i>χρόνον</i>), ως επίρρ., [[πάρα]] [[πολύ]], στο ίδ.· ἐπὶ [[δηρόν]], στο ίδ.· <i>δαρὸν χρόνον</i>, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δηρός:''' [[долгий]]: только в выраж. δηρὸν χρόνον Hom. (на)долго.
|lstext='''δηρός''': -ά, -όν, (πρβλ. δὴν) [[μακρός]], παραπολὺ [[μακρός]], δηρὸν χρόνον, ἐπὶ μακρὸν χρόνον, διὰ πολὺν καιρόν, Ἰλ. Ξ. 206, 305, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 282· συνηθέστερον, δηρὸν (ἐξυπακ. χρόνον), ὡς ἐπίρρ. παρὰ πολύ, μακρὸν χρόνον, Ἰλ. Β. 298, κτλ.· [[οὕτως]], ἐπὶ δηρὸν Ι. 415· [[συχνάκις]] μετ᾿ ἀρνητ., [[οὐδέ]] σέ φημι δηρὸν… ἀλύξειν Κ. 371, πρβλ. Β. 435, κτλ.· ‒ οἱ Τραγ. μεταχειρίζονται μόνον τὸν Δωρ. τύπον δᾱρός, πολὺν δαρόν τε χρόνον Σοφ. Αἴ. 414, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 359, Εὐρ Ι. Τ. 1339· δαρὸν μόνον, Αἰσχύλ. Πρ. 646, 940, Σοφ., κτλ.· πρβλ. [[Ἀθήνη]], κυνηγός, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=δηρός -ά -όν Dor. δᾱρός [~ δήν] langdurig;. ἐπὶ δηρόν gedurende lange tijd Il. 9.415.
}}
}}
{{etym
{{etym