3,273,773
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> ouvrier (ouvrière) qui travaille au feu d'un fourneau;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> ouvrier sédentaire;<br /><b>II.</b> <i>adj.</i><br /><b>1</b> d'ouvrier, d'artisan : [[βάναυσος]] [[τέχνη]] SOPH, PLUT métier d'artisan;<br /><b>2</b> vulgaire, de mauvais goût.<br />'''Étymologie:''' DELG selon EtMagn. de [[βαῦνος]] et [[αὕω]], ce qui semble satisfaisant. | |btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> ouvrier (ouvrière) qui travaille au feu d'un fourneau;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> ouvrier sédentaire;<br /><b>II.</b> <i>adj.</i><br /><b>1</b> d'ouvrier, d'artisan : [[βάναυσος]] [[τέχνη]] SOPH, PLUT métier d'artisan;<br /><b>2</b> vulgaire, de mauvais goût.<br />'''Étymologie:''' DELG selon EtMagn. de [[βαῦνος]] et [[αὕω]], ce qui semble satisfaisant. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=[[βάναυσος]] -ον<br /><b class="num">1.</b> van een handwerker, handwerk(s)- (voor ongeschoold werk):; οὐ γὰρ βάναυσον τὴν τέχνην ἐκτησάμην het is niet (zomaar) een handwerkstaak die ik beheers (nl. het boogschieten) Soph. Ai. 1121; subst. ὁ [[βάναυσος]] de handwerker, de ambachtsman:. ἡ... βελτίστη [[πόλις]] οὐ ποιήσει βάναυσον πολίτην de beste stad zal een handwerksman niet (tot) burger maken Aristot. Pol. 1278a8.<br /><b class="num">2.</b> alledaags, platvloers, banaal:. ὁ δὲ... ἢ περὶ τέχνας ἢ χειρουργίας τινὰς (nl. [[σοφός]]) [[βάναυσος]] iemand die van technieken of ambachten (verstand heeft, is) een alledaags (mens) Plat. Smp. 203a; βάναυσοι αὗται αἱ τέχναι δοκοῦσιν [[εἶναι]] καὶ [[οὐκ]] ἀνδρὸς ἀγαθοῦ μαθήματα die technieken lijken alledaags te zijn en geen zaken die een hoogstaand mens behoort te leren Plat. Alc.1 131b; τὴν (παιδείαν)... [[ἄνευ]] νοῦ καὶ δίκης βάναυσόν τ’ [[εἶναι]] καὶ ἀνελεύθερον dat de opvoeding zonder geest en recht zowel platvloers is als onvrij (d.w.z. niet geschikt voor een vrije burger) Plat. Lg. 644a. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 37: | Line 31: | ||
|mdlsjtxt=[deriv. uncertain]<br /><b class="num">I.</b> [[mechanical]], and as [[substantive]] a [[mechanic]], Arist.<br /><b class="num">II.</b> [[τέχνη]] [[βάναυσος]] a [[mere]] [[mechanical]] art, a [[base]], [[ignoble]] art, Soph., Plat. | |mdlsjtxt=[deriv. uncertain]<br /><b class="num">I.</b> [[mechanical]], and as [[substantive]] a [[mechanic]], Arist.<br /><b class="num">II.</b> [[τέχνη]] [[βάναυσος]] a [[mere]] [[mechanical]] art, a [[base]], [[ignoble]] art, Soph., Plat. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-η, -ο (AM [[βάναυσος]], -ον)<br />[[τραχύς]] [[αγροίκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χειρώνακτας]], [[χειροτέχνης]]<br /><b>2.</b> [[σχετικός]] με τον χειροτέχνη<br /><b>3.</b> [[ταπεινός]], [[χυδαίος]], κακόγουστος<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[βάναυσος]] [[τέχνη]]» — χειρωνακτική [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. [[βάναυσος]] <span style="color: red;"><</span> <i>βαύναυσος</i> με ανομοιωτική σίγηση του -<i>υ</i>- <span style="color: red;"><</span> [[βαύνος]] («[[κλίβανος]], [[φούρνος]]») <span style="color: red;">+</span> <i>αύω</i> «[[ανάβω]]». Η [[υπόθεση]] [[κατά]] την οποία ο τ. [[βάναυσος]] <span style="color: red;"><</span> <i>μάναυσος</i> (με [[ανομοίωση]]), το οποίο συνδέεται με τη «[[γλώσσα]]» του Ησυχίου [[μαναύεται]] «παρέλκεται» και με το [[μανός]] «[[χαλαρός]], [[νωθρός]]», δεν [[είναι]] ικανοποιητική. Τέλος, ο [[συσχετισμός]] του [[βάναυσος]] με ρ. <i>βαναύω</i> (παλαιότερο <i>βαναίω</i> «[[εργάζομαι]] όπως μία [[γυναίκα]]») <span style="color: red;"><</span> [[βανά]] (βοιωτ. τ. του [[γυνή]]), δεν φαίνεται [[δυνατός]]. Για το [[επίθημα]] -<i>σος</i> [[πρβλ]]. [[κόμπασος]], [[μέθυσος]], <i>όρυβος</i> κ.ά. Η λ. [[βάναυσος]] χρησιμοποιείται στον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα για να δηλώσει «τον τεχνίτη, τον χειρώνακτα», [[κυρίως]] δε αυτόν που κάνει [[χρήση]] της φωτιάς, δηλ. τον αγγειοπλάστη και σιδηρουργό, ενώ [[συχνά]] απαντά και με τη [[σημασία]] του «χυδαίου, πρόστυχου, ανάξιου». Ήδη από την [[αρχαιότητα]] ο όρος [[βάναυσος]] προσέλαβε μειωτική [[σημασία]], [[πράγμα]] που αντανακλά την [[περιφρόνηση]] των Αθηναίων στα χειρωνακτικά επαγγέλματα, και ιδιαίτερα σ' αυτά του αγγειοπλάστη και σιδηρουργού. Γενικά, ανάλογη σημασιολογική [[εξέλιξη]] είχαν τα περισσότερα επίθετα που δήλωναν τον εργατικό άνθρωπο ([[πρβλ]]. [[άθλιος]], [[μογερός]], [[μοχθηρός]], [[πανούργος]], [[πονηρός]] <b>κ.ά.</b>). Η σημασιολογική αυτή [[εξέλιξη]] οφείλεται στον αριστοκρατικό χαρακτήρα της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας, που θεωρούσε τη χειρωνακτική [[εργασία]] χαρακτηριστικό του δούλου και όχι ιδεώδη [[απασχόληση]] του ελεύθερου ανθρώπου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βαναυσία]], [[βαναυσικός]] (νεοελλ) [[βαναυσότητα]] (-<i>ότης</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[βαναυσουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βαναυσοτεχνώ]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βάναυσος:''' [ᾰ],-ον,<br /><b class="num">I.</b> ως επίθ., λέγεται για εργάτες που διάγουν σταθερή, [[χωρίς]] μετακινήσεις [[μακριά]] απ' την [[πολιτεία]], [[ζωή]]· ως ουσ., [[μηχανικός]], [[σιδηρουργός]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[τέχνη]] [[βάναυσος]], [[απλώς]] [[μηχανική]] [[εργασία]], ταπεινή [[τέχνη]], σε Σοφ., Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βάναυσος''': -ον, ([[ὡσεὶ]] βαύναυσος, ἐκ τοῦ [[βαῦνος]], αὔω)· - [[κυρίως]], ἐργαζόμενος διὰ τοῦ [[πυρός]], [[μηχανικός]], ἐπίθ. τῶν ἐργατῶν ὅσοι διάγουσι βίον ἑδραῖον, καταφρονούμενοι μὲν μεταξὺ φιλοπολέμων καὶ νομαδικῶν λαῶν, ἀλλὰ πολύτιμοι εἰς τὴν πολιτείαν, καθ’ ὅσον ἀσχολοῦνται περὶ τὰς τέχνας, ὧν [[ἄνευ]] πόλιν ἀδύνατον οἰκεῖσθαι Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 9· ἡ βελτίστη [[πόλις]] οὐ ποιήσει β. πολίτην [[αὐτόθι]] 3. 5, 3, κτλ. · ὁ β. [[δῆμος]], τό ἀντίθ. ὁ γεωργικὸς [[αὐτόθι]] 4. 3, 2· ὡς οὐσιαστ., ὁ [[μηχανικός]], [[σιδηρουργός]], κτλ., [[αὐτόθι]] 3. 5, 3· καὶ τὸ βάναυσον = οἱ βάναυσοι, ἡ [[τάξις]] τῶν μηχανικῶν ἐργατῶν, [[αὐτόθι]] 7. 9, 7, πρβλ. 6. 7, 1. II. [[τέχνη]] | |||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe |