Anonymous

γυναικεῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />de femme, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> qui concerne les femmes ; ἡ [[γυναικεῖος]] [[θεός]] PLUT = <i>lat.</i> bona dea, la bonne déesse <i>à Rome</i> ; ἡ γυναικηΐη <i>(ion.)</i> HDT l'appartement des femmes, le gynécée;<br /><b>2</b> qui convient aux femmes, propre aux femmes : γυναικεία [[ἐσθής]] HDT, γυναικεῖα ἱμάτια XÉN vêtement, manteaux de femme ; ἔργα γυναικεῖα HDT travaux de femme ; γυναικεῖαι βουλαί OD desseins de femme.<br />'''Étymologie:''' [[γυνή]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />de femme, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> qui concerne les femmes ; ἡ [[γυναικεῖος]] [[θεός]] PLUT = <i>lat.</i> bona dea, la bonne déesse <i>à Rome</i> ; ἡ γυναικηΐη <i>(ion.)</i> HDT l'appartement des femmes, le gynécée;<br /><b>2</b> qui convient aux femmes, propre aux femmes : γυναικεία [[ἐσθής]] HDT, γυναικεῖα ἱμάτια XÉN vêtement, manteaux de femme ; ἔργα γυναικεῖα HDT travaux de femme ; γυναικεῖαι βουλαί OD desseins de femme.<br />'''Étymologie:''' [[γυνή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''γυναικεῖος''': , -ον, Αἰσχύλ. Χο. 630, 678, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Εὐρ. Ι.Α. 233· Ἰων. [[γυναικήιος]], -η, -ον, ([[γυνή]]):-ἀνήκων εἰς γυναῖκα, ἐξαρτώμενος, [[οἰκεῖος]], [[ὅμοιος]], [[ἁρμόδιος]] εἰς γυναῖκα, Λατ. muliebris, γυναικεῖαι βουλαί, γυναικεῖα σχέδια, Ὀδ. λ.437· λουτρόν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 751· συχν. παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· γυν. [[ἀγορά]], ἴδε λ. [[ἀνδρεῖος]]·- ἡ γ. [[θεός]], παρὰ Ρωμαίοις bona dea, Πλούτ. Καίσ. 9, Κικ. 19· γ. [[πόλεμος]], [[πόλεμος]] πρὸς γυναῖκας, Ἀνθ. Π. 7.352. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[θηλυπρεπής]], ἐκτεθηλυμένος, [[πένθος]] Ἀρχίλ. 8.10· [[δρᾶμα]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 151· πρβλ. Πλάτ. Ἀλκ. 1.127Α, κτλ.· [[οὕτως]] ἐπίρρ.–ως ὁ αὐτ. Νόμ. 731D· - πρβλ. [[αὐλός]]. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) ἡ γυναικηΐη =[[γυναικών]], τὸ [[μέρος]] τῆς οικίας τὸ ἀποκεχωρισμένον διὰ τὰς γυναῖκας, Ἡρόδ. 5.20· τὸ γυνακεῖον παρὰ τοῖς Ἑβδ. 2) τὰ γυναικεῖα, τὰ μόρια, τὰ ἀπόκρυφα, partes muliebres,Ἱππ. Ἐπιδ. 1.195. β) =τὰ καταμήνια, ὁ αὐτ. Ἀφ. 1254, Ἀριστοτέλ. Ζ.Μ. 2.2,10, κ. ἀλλ.
|elnltext=γυναικεῖος -α -ον, trag. ook -ος -ον, Ion. γυναικήιος -ηίη -ήιον [γυνή] van vrouwen, vrouwen-, vrouwelijk;; γ. ἀγορά door vrouwen bezochte markt Thphr. Char. 2.9, 22.10; ἡ γ. θεός = lat. Bona Dea Plut. Caes. 9.4; γ. πόλεμος oorlog tussen vrouwen AP 7.352.6; adv.. γυναικείως als een vrouw Plat. Lg. 731d. ongunstig verwijfd;. γυναικείας τε καὶ σμικρᾶς διανοίας van een verwijfde en kleine geest Plat. Resp. 469d. subst. Ion. ἡ γυναικηίη vrouwenvertrek. subst. geneesk. τὰ γυναικεῖα vrouwelijke geslachtsdelen. menstruatie.
}}
{{elru
|elrutext='''γῠναικεῖος:''' ион. [[γυναικήϊος|γῠναικήϊος]] 2 и 3 женский (βουλαί Hom.; [[στρατός]] Pind.; [[χείρ]] Arph.; [[ἐσθής]] Her. и ἱμάτια Xen.; ἔργα Her. и [[ἔργον]] Plut.): θεὰ γυναικεία Plut. (лат. [[bona]] [[dea]]) благая богиня (древнеиталийское божество плодородия, культ которого отправлялся женщинами).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 40: Line 43:
|lsmtext='''γῠναικεῖος:''' -α, -ον ή -ος, -ον, Ιων. [[γυναικήιος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i> ([[γυνή]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει στη [[γυναίκα]], ο όμοιος με [[γυναίκα]], αυτός που ταιριάζει στη [[φύση]] της, ο [[θηλυκός]], Λατ. [[muliebris]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἡ γυναικεῖα [[θεός]], η Ρωμαία [[bona]] [[dea]] ([[καλή]] [[θεά]]), σε Πλούτ.· [[γυναικεῖος]] [[πόλεμος]], ο [[πόλεμος]] με τις γυναίκες, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[θηλυπρεπής]], εκθηλυσμένος, [[μαλθακός]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., ἡ γυναικηΐη = [[γυναικών]], το γυναικείο οικιακό [[διαμέρισμα]], το [[χαρέμι]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''γῠναικεῖος:''' -α, -ον ή -ος, -ον, Ιων. [[γυναικήιος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i> ([[γυνή]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει στη [[γυναίκα]], ο όμοιος με [[γυναίκα]], αυτός που ταιριάζει στη [[φύση]] της, ο [[θηλυκός]], Λατ. [[muliebris]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἡ γυναικεῖα [[θεός]], η Ρωμαία [[bona]] [[dea]] ([[καλή]] [[θεά]]), σε Πλούτ.· [[γυναικεῖος]] [[πόλεμος]], ο [[πόλεμος]] με τις γυναίκες, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[θηλυπρεπής]], εκθηλυσμένος, [[μαλθακός]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., ἡ γυναικηΐη = [[γυναικών]], το γυναικείο οικιακό [[διαμέρισμα]], το [[χαρέμι]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''γῠναικεῖος:''' ион. [[γυναικήϊος|γῠναικήϊος]] 2 и 3 женский (βουλαί Hom.; [[στρατός]] Pind.; [[χείρ]] Arph.; [[ἐσθής]] Her. и ἱμάτια Xen.; ἔργα Her. и [[ἔργον]] Plut.): θεὰ γυναικεία Plut. (лат. [[bona]] [[dea]]) благая богиня (древнеиталийское божество плодородия, культ которого отправлялся женщинами).
|lstext='''γυναικεῖος''': -α, -ον, Αἰσχύλ. Χο. 630, 678, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Εὐρ. Ι.Α. 233· Ἰων. [[γυναικήιος]], -η, -ον, ([[γυνή]]):-ἀνήκων εἰς γυναῖκα, ἐξαρτώμενος, [[οἰκεῖος]], [[ὅμοιος]], [[ἁρμόδιος]] εἰς γυναῖκα, Λατ. muliebris, γυναικεῖαι βουλαί, γυναικεῖα σχέδια, Ὀδ. λ.437· λουτρόν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 751· συχν. παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· γυν. [[ἀγορά]], ἴδε λ. [[ἀνδρεῖος]]·- ἡ γ. [[θεός]], ἡ παρὰ Ρωμαίοις bona dea, Πλούτ. Καίσ. 9, Κικ. 19· γ. [[πόλεμος]], [[πόλεμος]] πρὸς γυναῖκας, Ἀνθ. Π. 7.352. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[θηλυπρεπής]], ἐκτεθηλυμένος, [[πένθος]] Ἀρχίλ. 8.10· [[δρᾶμα]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 151· πρβλ. Πλάτ. Ἀλκ. 1.127Α, κτλ.· [[οὕτως]] ἐπίρρ.–ως ὁ αὐτ. Νόμ. 731D· - πρβλ. [[αὐλός]]. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) ἡ γυναικηΐη =[[γυναικών]], τὸ [[μέρος]] τῆς οικίας τὸ ἀποκεχωρισμένον διὰ τὰς γυναῖκας, Ἡρόδ. 5.20· τὸ γυνακεῖον παρὰ τοῖς Ἑβδ. 2) τὰ γυναικεῖα, τὰ μόρια, τὰ ἀπόκρυφα, partes muliebres,Ἱππ. Ἐπιδ. 1.195. β) =τὰ καταμήνια, ὁ αὐτ. Ἀφ. 1254, Ἀριστοτέλ. Ζ.Μ. 2.2,10, κ. ἀλλ.
}}
{{elnl
|elnltext=γυναικεῖος -α -ον, trag. ook -ος -ον, Ion. γυναικήιος -ηίη -ήιον [γυνή] van vrouwen, vrouwen-, vrouwelijk;; γ. ἀγορά door vrouwen bezochte markt Thphr. Char. 2.9, 22.10; ἡ γ. θεός = lat. Bona Dea Plut. Caes. 9.4; γ. πόλεμος oorlog tussen vrouwen AP 7.352.6; adv.. γυναικείως als een vrouw Plat. Lg. 731d. ongunstig verwijfd;. γυναικείας τε καὶ σμικρᾶς διανοίας van een verwijfde en kleine geest Plat. Resp. 469d. subst. Ion. ἡ γυναικηίη vrouwenvertrek. subst. geneesk. τὰ γυναικεῖα vrouwelijke geslachtsdelen. menstruatie.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj