Anonymous

διαιρετικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> divisible;<br /><b>2</b> qui sert <i>ou</i> peut servir à diviser.<br />'''Étymologie:''' [[διαιρέω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> divisible;<br /><b>2</b> qui sert <i>ou</i> peut servir à diviser.<br />'''Étymologie:''' [[διαιρέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαιρετικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς διαίρεσιν, ὃν δύναταί τις νὰ διαιρέσῃ, Πλάτ. Σοφ. 226C. 2) ἱκανὸς νὰ διαιρέσῃ, Ἀριστ. Προβλ. 5. 37, Πλούτ. 2. 952Β. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, διὰ διαιρέσεως γινόμενος, Ἀριστ. Ἀναλ. Ὑστ. 2. 5, 4. - Ἐπίρρ. -κῶς Πλούτ. 2. 802F. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ρητορ., πρὸς διαίρεσιν [[κατάλληλος]], [[μεριστικός]], Ἑρμογ.
|elnltext=διαιρετικός -ή -όν [διαιρετός] onderscheidbaar.
}}
{{elru
|elrutext='''διαιρετικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[подлежащий разделению]], [[расчленимый]] (τὰ λεχθέντα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[построенный]], [[основанный на разделении]] (ὅροι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[разделяющий]], [[раскалывающий]], [[разбивающий]] ([[πληγή]] Arst.; τομὸς καὶ δ. Plut.);<br /><b class="num">4)</b> грам. (о ион. диалекте) изобилующий диэрезисами.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διαιρετικός:''' -ή, -όν ([[διαιρέω]]), [[διαιρετός]], διανεμητός, σε Πλάτ.
|lsmtext='''διαιρετικός:''' -ή, -όν ([[διαιρέω]]), [[διαιρετός]], διανεμητός, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαιρετικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[подлежащий разделению]], [[расчленимый]] (τὰ λεχθέντα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[построенный]], [[основанный на разделении]] (ὅροι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[разделяющий]], [[раскалывающий]], [[разбивающий]] ([[πληγή]] Arst.; τομὸς καὶ δ. Plut.);<br /><b class="num">4)</b> грам. (о ион. диалекте) изобилующий диэрезисами.
|lstext='''διαιρετικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς διαίρεσιν, ὃν δύναταί τις νὰ διαιρέσῃ, Πλάτ. Σοφ. 226C. 2) ἱκανὸς νὰ διαιρέσῃ, Ἀριστ. Προβλ. 5. 37, Πλούτ. 2. 952Β. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, διὰ διαιρέσεως γινόμενος, Ἀριστ. Ἀναλ. Ὑστ. 2. 5, 4. - Ἐπίρρ. -κῶς Πλούτ. 2. 802F. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ρητορ., πρὸς διαίρεσιν [[κατάλληλος]], [[μεριστικός]], Ἑρμογ.
}}
{{elnl
|elnltext=διαιρετικός -ή -όν [διαιρετός] onderscheidbaar.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διαιρετικός]], ή, όν [[διαιρέω]]<br />[[divisible]], Plat.
|mdlsjtxt=[[διαιρετικός]], ή, όν [[διαιρέω]]<br />[[divisible]], Plat.
}}
}}