Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαλαγχάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<i>f.</i> διαλήξομαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> partager entre soi par la voie du sort;<br /><b>2</b> partager violemment, déchirer, briser.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[λαγχάνω]].
|btext=<i>f.</i> διαλήξομαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> partager entre soi par la voie du sort;<br /><b>2</b> partager violemment, déchirer, briser.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[λαγχάνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαλαγχάνω''': μέλλ. -λήξομαι, διαιρῶ ἢ [[χωρίζω]] διὰ κλήρου, Ἡροδ. 4. 68, Αἰσχύλ. Θήβ. 789, 816, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 1, κτλ., πρβλ. Ruhnk. Τίμ.· θηκτῷ σιδήρῳ [[δῶμα]] δ. Εὐρ. Φοιν. 68· -- μεταφ., σπαράττων [[κόπτω]] εἰς τεμάχια, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1292.
|elnltext=δια-λαγχάνω verkrijgen (door loting):. οἷον πολεμίαν διαλαχούσας στάσιν ἰδέας begrippen die als het ware elk een plaats in een vijandig kamp gekregen hebben Plat. Plt. 307c. verdelen (door loting):; διέλαχον... σιδήρῳ κτημάτων παμπησίαν met ijzer verdeelden zij het gehele erfbezit Aeschl. Sept. 816; τὰ χρήματα de bezittingen onderling verdelen Hdt. 4.68.3; overdr. in stukken scheuren. · Ἀκταίωνα διέλαχον κύνες honden verscheurden Actaeon Eur. Bac. 1291.
}}
{{elru
|elrutext='''διαλαγχάνω:''' (fut. διαλήξομαι, aor. 2 διέλαχον)<br /><b class="num">1)</b> [[делить между собой по жребию]] (χρήματα Her.; ἁμάξας Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[распределять между собой]] (γῆν κατὰ τοὺς τόπους Plat.; κτήματα σιδαρονόμω χερί - in tmesi Aesch.; σιδήρῳ [[δῶμα]] Eur.; χώραν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[разрывать на части]] (Ἀκταίωνα διέλαχον κύνες Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διαλαγχάνω:''' μέλ. <i>-λήξομαι</i>, [[διαιρώ]] ή [[χωρίζω]] με κλήρο, [[κληρώνω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ξεν.· [[δῶμα]] σιδήρῳ δ., σε Ευρ.· [[κόβω]] σε κομμάτια, [[τεμαχίζω]], στον ίδ.
|lsmtext='''διαλαγχάνω:''' μέλ. <i>-λήξομαι</i>, [[διαιρώ]] ή [[χωρίζω]] με κλήρο, [[κληρώνω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ξεν.· [[δῶμα]] σιδήρῳ δ., σε Ευρ.· [[κόβω]] σε κομμάτια, [[τεμαχίζω]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαλαγχάνω:''' (fut. διαλήξομαι, aor. 2 διέλαχον)<br /><b class="num">1)</b> [[делить между собой по жребию]] (χρήματα Her.; ἁμάξας Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[распределять между собой]] (γῆν κατὰ τοὺς τόπους Plat.; κτήματα σιδαρονόμω χερί - in tmesi Aesch.; σιδήρῳ [[δῶμα]] Eur.; χώραν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[разрывать на части]] (Ἀκταίωνα διέλαχον κύνες Eur.).
|lstext='''διαλαγχάνω''': μέλλ. -λήξομαι, διαιρῶ ἢ [[χωρίζω]] διὰ κλήρου, Ἡροδ. 4. 68, Αἰσχύλ. Θήβ. 789, 816, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 1, κτλ., πρβλ. Ruhnk. Τίμ.· θηκτῷ σιδήρῳ [[δῶμα]] δ. Εὐρ. Φοιν. 68· -- μεταφ., σπαράττων [[κόπτω]] εἰς τεμάχια, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1292.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-λαγχάνω verkrijgen (door loting):. οἷον πολεμίαν διαλαχούσας στάσιν ἰδέας begrippen die als het ware elk een plaats in een vijandig kamp gekregen hebben Plat. Plt. 307c. verdelen (door loting):; διέλαχον... σιδήρῳ κτημάτων παμπησίαν met ijzer verdeelden zij het gehele erfbezit Aeschl. Sept. 816; τὰ χρήματα de bezittingen onderling verdelen Hdt. 4.68.3; overdr. in stukken scheuren. · Ἀκταίωνα διέλαχον κύνες honden verscheurden Actaeon Eur. Bac. 1291.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -λήξομαι<br />to [[divide]] or [[part]] by lot, Hdt., Aesch., Xen.; [[δῶμα]] σιδήρῳ δ. Eur.:— to [[tear]] in pieces, Eur.
|mdlsjtxt=fut. -λήξομαι<br />to [[divide]] or [[part]] by lot, Hdt., Aesch., Xen.; [[δῶμα]] σιδήρῳ δ. Eur.:— to [[tear]] in pieces, Eur.
}}
}}