3,277,220
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=v. [[βάτταλος]]. | |btext=v. [[βάτταλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=[[βάταλος]] -ου, ὁ, ook [[βάτταλος]] [~ [[βατέω]] ?] betekenis onzeker; obscene verwijzing naar ‘achterste’, of stotteraar:. Plut. Demosth. 4.7. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 34: | Line 28: | ||
|mdlsjtxt=[[βάττος]]<br />a [[nickname]] given to [[Demosthenes]], from his stuttering, Aeschin. | |mdlsjtxt=[[βάττος]]<br />a [[nickname]] given to [[Demosthenes]], from his stuttering, Aeschin. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[βάταλος]] και [[βάτταλος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> ο [[τραυλός]]<br /><b>2.</b> ο [[πρωκτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δημώδης τ., άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. [[βάταλος]] με το [[βατώ]] (-<i>έω</i>) «[[ανέρχομαι]], [[πηδώ]]» [[είναι]] αβέβαιη, ενώ η [[άποψη]], [[κατά]] την οποία ο όρος [[βάταλος]] [[είναι]] δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>bata</i>- «[[αδύνατος]] [[άνθρωπος]]»), δεν [[είναι]] ικανοποιητική. Ο τ. [[βάτταλος]], που μαρτυρείται στον Δημοσθένη, συνδέεται με το ρ. [[βατταρίζω]] «[[τραυλίζω]]», με [[σύγχυση]] της προφοράς των -<i>λ</i>- και -<i>ρ</i>-. Κατά τον Ησύχιο, η λ. [[βάταλος]] χρησιμοποιείται με μειωτική [[σημασία]] αντίθετα [[προς]] τον τ. [[βάτταλος]], [[κατά]] τον Αισχίνη δε χρησιμοποιήθηκε ως [[παρατσούκλι]] για τον Δημοσθένη από την παιδική του [[ηλικία]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βάτᾰλος:''' ὁ ([[βάττος]]), σκωπτικό [[επώνυμο]], «[[παρατσούκλι]]» αποδιδόμενο στο Δημοσθένη, εξαιτίας του τραυλίσματός του και της αδυναμίας του να προφέρει το «ρ», σε Αισχίν. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βάτᾰλος''': ὁ, =[[πρωκτός]], Εὔπολ. Βαπτ. 14· - [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ προσώπων = [[κίναιδος]], pathicus, Κλήμ. Ἀλ. 266. ΙΙ. σκωπτικὸν ἐπώνυμον διδόμενον τῷ Δημοσθένει, ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ [[ῥῆμα]] βαταρίζω, [[ἐπειδὴ]] ἐτραύλιζεν ὅτε ἦτο [[νέος]] καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ προφέρῃ το ρ, Αἰσχίν. 41.14, πρβλ. Δημ. 288.17. Τὰ χειρόγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τῆς γραφῆς [[βάταλος]] και [[βάτταλος]]·- τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ ὡς κύριον [[ὄνομα]] Βάτταλος, Ἡδύλ. παρ’Ἀθην. 176D. | |||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''βάταλος''': {bátalos}<br />'''Meaning''': [[καταπύγων]] καὶ [[ἀνδρόγυνος]], [[κίναιδος]], [[ἔκλυτος]] H., nach Harpokration von Eup. (82) = [[πρωκτός]] gebraucht.<br />'''Derivative''': Davon [[βαταλίζομαι]] [[wie ein [[βάταλος]] leben]] (Theano), -ίζω (τὰ ὀπίσθια, von einem Pferde) [[hin und her drehen]] (''Hippiatr''.). Eine Kurzform (vgl. Chantraine Formation 31f.) ist βατᾶς· ὁ [[καταφερής]]. [[Ταραντῖνοι]] H.; daneben βαδᾶς· [[κίναιδος]] ὡς Ἀμερίας H. — Nach Aeschin. 1, 126; 2, 99 wurde Demosthenes in seiner Jugend Βάτ(τ)αλος genannt, "δι’ αἰσχρουργίαν τινὰ καὶ κιναιδίαν"; diesen Spitznamen legt D. (18, 180) auch sich selbst zu. Damit wurde wahrscheinlich auf seinen Sprachfehler angespielt, λ für ρ zu sprechen und somit für βατταρίζειν [[poltern]], [[brudeln]] (eine andere Redeschwäche des D.) βατταλίζειν zu sagen; s. Holst Symb. Oslo. 4, 11ff.<br />'''Etymology''': Als volkstümliche Benennung entzieht sich [[βάταλος]] einer genauen Analyse (vgl. Chantraine Formation 247). Beziehung zu [[βατέω]] [[besteigen]], [[bespringen]] scheint immerhin möglich, obgleich natürlich sehr unsicher (βαδᾶς dann nach [[βάδην]], [[βαδίζω]]?). Kaum besser mit Specht KZ 66, 11f., Lexis 3, 70 (nach Johansson KZ 36, 343) als orientalisches LW zu aind. ''batá''- etwa [[Schwächling]] (ἅπ. λεγ. RV 10, 10, 13).<br />'''Page''' 1,225-226 | |ftr='''βάταλος''': {bátalos}<br />'''Meaning''': [[καταπύγων]] καὶ [[ἀνδρόγυνος]], [[κίναιδος]], [[ἔκλυτος]] H., nach Harpokration von Eup. (82) = [[πρωκτός]] gebraucht.<br />'''Derivative''': Davon [[βαταλίζομαι]] [[wie ein [[βάταλος]] leben]] (Theano), -ίζω (τὰ ὀπίσθια, von einem Pferde) [[hin und her drehen]] (''Hippiatr''.). Eine Kurzform (vgl. Chantraine Formation 31f.) ist βατᾶς· ὁ [[καταφερής]]. [[Ταραντῖνοι]] H.; daneben βαδᾶς· [[κίναιδος]] ὡς Ἀμερίας H. — Nach Aeschin. 1, 126; 2, 99 wurde Demosthenes in seiner Jugend Βάτ(τ)αλος genannt, "δι’ αἰσχρουργίαν τινὰ καὶ κιναιδίαν"; diesen Spitznamen legt D. (18, 180) auch sich selbst zu. Damit wurde wahrscheinlich auf seinen Sprachfehler angespielt, λ für ρ zu sprechen und somit für βατταρίζειν [[poltern]], [[brudeln]] (eine andere Redeschwäche des D.) βατταλίζειν zu sagen; s. Holst Symb. Oslo. 4, 11ff.<br />'''Etymology''': Als volkstümliche Benennung entzieht sich [[βάταλος]] einer genauen Analyse (vgl. Chantraine Formation 247). Beziehung zu [[βατέω]] [[besteigen]], [[bespringen]] scheint immerhin möglich, obgleich natürlich sehr unsicher (βαδᾶς dann nach [[βάδην]], [[βαδίζω]]?). Kaum besser mit Specht KZ 66, 11f., Lexis 3, 70 (nach Johansson KZ 36, 343) als orientalisches LW zu aind. ''batá''- etwa [[Schwächling]] (ἅπ. λεγ. RV 10, 10, 13).<br />'''Page''' 1,225-226 | ||
}} | }} |