Anonymous

δεινώψ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ῶπος (ὁ, ἡ)<br />au regard terrible.<br />'''Étymologie:''' [[δεινός]], [[ὤψ]].
|btext=ῶπος (ὁ, ἡ)<br />au regard terrible.<br />'''Étymologie:''' [[δεινός]], [[ὤψ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δεινώψ''': -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀγρίους, φοβεροὺς ὀφθαλμούς, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Σοφ. Ο. Κ. 84.
|elnltext=δεινώψ -ῶπος met vreselijke blik.
}}
{{elru
|elrutext='''δεινώψ:''' ῶπος adj. страшно глядящий, с ужасным взором (эпитет Эриний) Soph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δεινώψ:''' -ῶπος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει άγριο, φοβερό [[βλέμμα]], φρικώδη όψη, λέγεται για τις Ερινύες, σε Σοφ.
|lsmtext='''δεινώψ:''' -ῶπος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει άγριο, φοβερό [[βλέμμα]], φρικώδη όψη, λέγεται για τις Ερινύες, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δεινώψ:''' ῶπος adj. страшно глядящий, с ужасным взором (эпитет Эриний) Soph.
|lstext='''δεινώψ''': -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀγρίους, φοβεροὺς ὀφθαλμούς, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Σοφ. Ο. Κ. 84.
}}
{{elnl
|elnltext=δεινώψ -ῶπος met vreselijke blik.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj