Anonymous

δείνωσις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=εως (ἡ) :<br />exagération (de dangers, d'inconvénients, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[δεινόω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />exagération (de dangers, d'inconvénients, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[δεινόω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δείνωσις''': -εως, ἡ, ([[δεινόω]]) [[ἐξόγκωσις]], ὑπερβολικὴ μεγαλοποίησις, Πλάτ. Φαίδρ. 272Α, Ἀριστ. Ρητ. 2. 21, 10., 24, 4. ΙΙ. δ. ὀφρύων, τὸ συνοφρυοῦσθαι, τὸ συσπᾶν τὰς ὀφρῦς, Ἱππ. Ὀξ. 391.
|elnltext=δείνωσις -εως, ἡ [δεινόω] overdrijving; geneesk.. ὀφρύες δεινώσιος μετέχουσαι de wenkbrauwen lijden aan overdreven fronsing Hp. Acut. 42. verontwaardiging.
}}
{{elru
|elrutext='''δείνωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[раздувание]], [[преувеличение]] ([[ἐλεεινολογία]] καὶ δ. Plat.; σχετλιασμὸς καὶ δ. Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[возбуждение]], [[раздражение]], [[негодование]] (ἢ οἶκτον ἢ δείνωσιν φέρειν Arst.): [[λόγος]] περιπαθὴς εἰς δείνωσιν Plut. пламенная или зажигательная речь.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δείνωσις:''' -εως, ἡ ([[δεινόω]]), [[υπερβολή]], [[μεγαλοποίηση]], [[διόγκωση]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''δείνωσις:''' -εως, ἡ ([[δεινόω]]), [[υπερβολή]], [[μεγαλοποίηση]], [[διόγκωση]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δείνωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[раздувание]], [[преувеличение]] ([[ἐλεεινολογία]] καὶ δ. Plat.; σχετλιασμὸς καὶ δ. Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[возбуждение]], [[раздражение]], [[негодование]] (ἢ οἶκτον ἢ δείνωσιν φέρειν Arst.): [[λόγος]] περιπαθὴς εἰς δείνωσιν Plut. пламенная или зажигательная речь.
|lstext='''δείνωσις''': -εως, ἡ, ([[δεινόω]]) [[ἐξόγκωσις]], ὑπερβολικὴ μεγαλοποίησις, Πλάτ. Φαίδρ. 272Α, Ἀριστ. Ρητ. 2. 21, 10., 24, 4. ΙΙ. δ. ὀφρύων, τὸ συνοφρυοῦσθαι, τὸ συσπᾶν τὰς ὀφρῦς, Ἱππ. Ὀξ. 391.
}}
{{elnl
|elnltext=δείνωσις -εως, ἡ [δεινόω] overdrijving; geneesk.. ὀφρύες δεινώσιος μετέχουσαι de wenkbrauwen lijden aan overdreven fronsing Hp. Acut. 42. verontwaardiging.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj