Anonymous

δαφνηφορέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=-ῶ :<br />porter une couronne <i>ou</i> une branche de laurier.<br />'''Étymologie:''' [[δαφνηφόρος]].
|btext=-ῶ :<br />porter une couronne <i>ou</i> une branche de laurier.<br />'''Étymologie:''' [[δαφνηφόρος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δαφνηφορέω''': [[φέρω]] κλάδους ἢ στεφάνους ἐκ δάφνης, Παυσ. 9. 10, 4, Πλούτ. Αἰμιλ. 34, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1082a, Ἡρῳδιαν., κτλ.· διορθωτέον ἀντὶ δαφνοφορέω παρὰ Δίωνι Κ. 37. 21.
|elnltext=δαφνηφορέω [δαφνηφόρος] lauwerkrans dragen.
}}
{{elru
|elrutext='''δαφνηφορέω:''' [[нести лавровые ветви]] (ἐδαφνηφόρει [[σύμπας]] ὁ [[στρατός]] Plut.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δαφνηφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, φορώ [[στεφάνι]] από [[δάφνη]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''δαφνηφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, φορώ [[στεφάνι]] από [[δάφνη]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δαφνηφορέω:''' [[нести лавровые ветви]] (ἐδαφνηφόρει [[σύμπας]] ὁ [[στρατός]] Plut.).
|lstext='''δαφνηφορέω''': [[φέρω]] κλάδους ἢ στεφάνους ἐκ δάφνης, Παυσ. 9. 10, 4, Πλούτ. Αἰμιλ. 34, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1082a, Ἡρῳδιαν., κτλ.· διορθωτέον ἀντὶ δαφνοφορέω παρὰ Δίωνι Κ. 37. 21.
}}
{{elnl
|elnltext=δαφνηφορέω [δαφνηφόρος] lauwerkrans dragen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[bear]] a [[laurel]] [[crown]], Plut.
|mdlsjtxt=to [[bear]] a [[laurel]] [[crown]], Plut.
}}
}}