Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δέχομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<i>impf.</i> ἔδεχόμην, <i>f.</i> [[δέξομαι]], <i>ao.</i> ἐδεξάμην, <i>pf.</i> [[δέδεγμαι]], <i>pqp.</i> ἐδεδέγμην;<br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> recevoir :<br /><b>1</b> recevoir en présent, par échange <i>ou</i> par succession : [[τί]] τινος, qch de qqn ; <i>ou</i> [[τι]] ἔκ τινος, [[παρά]] τινός [[τι]] ; <i>rar. avec le dat. de la <i>pers.</i> de qui l'on reçoit</i> : δέξατό [[οἱ]] [[σκῆπτρον]] πατρώϊον IL il reçut de lui le sceptre paternel ; avec un gén. d'échange : χρυσὸν [[ἀνδρός]] OD recevoir de l'or pour le prix de la vie d'un homme;<br /><b>2</b> accepter une chose offerte : [[οὐκ]] ἐδέξαντο οὐδ’ [[ἔλαβον]] [[ταῦτα]] DÉM ils n’acceptèrent ni ne prirent (ce qu’il voulait leur donner) ; δεκόμεθα <i>(ion.)</i> τὰ [[διδοῖς]] HDT nous acceptons ce que tu donnes;<br /><b>II.</b> recevoir favorablement, <i>d'où</i><br /><b>1</b> accueillir : τινα [[ἐν]] δόμοισιν OD, δόμοις SOPH qqn dans sa maison ; κόλπῳ IL serrer sur son sein ; [[εἰς]] τὴν πόλιν THC, [[τῇ]] πόλει THC admettre dans la cité ; <i>en parl. de présages, d'oracles</i> δ. τὸ χρησθέν, τὸν οἰωνόν HDT accepter l'oracle, l'augure;<br /><b>2</b> accepter avec empressement : [[τὰς]] ἀκοὰς [[ἀβασανίστως]] δ. THC accueillir des traditions sans les contrôler ; δ. ὀμφάν EUR accueillir un bruit ; approuver : λόγον, un discours, <i>d'où</i> écouter avec déférence, obéir à : τὰ παραγγελλόμενα THC obéir aux ordres;<br /><b>III.</b> accepter avec résignation, accepter, se résigner à : κῆρα IL à la mort ; μῦθον χαλεπόν OD supporter une parole pénible;<br /><b>IV.</b> recevoir dans son esprit ; comprendre, juger : μηδὲ συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα SOPH ne tiens pas <i>litt.</i> ne prends pas pour un malheur la présence de cet homme ; [[μᾶλλον]] δ. avec l'inf. préférer faire ; <i>sans [[μᾶλλον]]</i> οὐδεὶς ἂν δέξαιτο φεύγειν THC personne n’aurait préféré fuir;<br /><b>V. 1</b> recevoir de pied ferme : ἐπιόντα δουρὶ δ. IL recevoir avec sa lance le choc d'un ennemi ; ἐπιόντας THC recevoir le choc de l'ennemi ; δ. ἔγχει IL recevoir l'ennemi avec sa lance ; τοὺς πολεμίους HDT recevoir l'ennemi de pied ferme ; [[εἰς]] χεῖρας δ. XÉN recevoir l'ennemi et en venir aux mains;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> attendre <i>en gén.</i> : δ. τινα ἐλεύσεσθαι OD attendre qqn venir ; δ. [[εἰσόκεν]] ἔλθῃς IL, [[ὁππότε]] ἀφορμηθεῖεν IL attendre que tu sois revenu, qu’ils aient débarqué;<br /><b>B.</b> <i>intr. ou Pass.</i> être reçu l'un à la suite de l'autre, succéder : [[ὥς]] μοι δέχεται κακὸν [[ἐκ]] κακοῦ [[αἰεί]] IL comme les malheurs ne cessent, pour moi de succéder aux malheurs ! [[ἐκ]] [[τοῦ]] στεινοῦ τὸ [[Ἀρτεμίσιον]] δέκεται HDT au détroit succède Artémision.<br />'''Étymologie:''' R. Δεκ, prendre.
|btext=<i>impf.</i> ἔδεχόμην, <i>f.</i> [[δέξομαι]], <i>ao.</i> ἐδεξάμην, <i>pf.</i> [[δέδεγμαι]], <i>pqp.</i> ἐδεδέγμην;<br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> recevoir :<br /><b>1</b> recevoir en présent, par échange <i>ou</i> par succession : [[τί]] τινος, qch de qqn ; <i>ou</i> [[τι]] ἔκ τινος, [[παρά]] τινός [[τι]] ; <i>rar. avec le dat. de la <i>pers.</i> de qui l'on reçoit</i> : δέξατό [[οἱ]] [[σκῆπτρον]] πατρώϊον IL il reçut de lui le sceptre paternel ; avec un gén. d'échange : χρυσὸν [[ἀνδρός]] OD recevoir de l'or pour le prix de la vie d'un homme;<br /><b>2</b> accepter une chose offerte : [[οὐκ]] ἐδέξαντο οὐδ’ [[ἔλαβον]] [[ταῦτα]] DÉM ils n’acceptèrent ni ne prirent (ce qu’il voulait leur donner) ; δεκόμεθα <i>(ion.)</i> τὰ [[διδοῖς]] HDT nous acceptons ce que tu donnes;<br /><b>II.</b> recevoir favorablement, <i>d'où</i><br /><b>1</b> accueillir : τινα [[ἐν]] δόμοισιν OD, δόμοις SOPH qqn dans sa maison ; κόλπῳ IL serrer sur son sein ; [[εἰς]] τὴν πόλιν THC, [[τῇ]] πόλει THC admettre dans la cité ; <i>en parl. de présages, d'oracles</i> δ. τὸ χρησθέν, τὸν οἰωνόν HDT accepter l'oracle, l'augure;<br /><b>2</b> accepter avec empressement : [[τὰς]] ἀκοὰς [[ἀβασανίστως]] δ. THC accueillir des traditions sans les contrôler ; δ. ὀμφάν EUR accueillir un bruit ; approuver : λόγον, un discours, <i>d'où</i> écouter avec déférence, obéir à : τὰ παραγγελλόμενα THC obéir aux ordres;<br /><b>III.</b> accepter avec résignation, accepter, se résigner à : κῆρα IL à la mort ; μῦθον χαλεπόν OD supporter une parole pénible;<br /><b>IV.</b> recevoir dans son esprit ; comprendre, juger : μηδὲ συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα SOPH ne tiens pas <i>litt.</i> ne prends pas pour un malheur la présence de cet homme ; [[μᾶλλον]] δ. avec l'inf. préférer faire ; <i>sans [[μᾶλλον]]</i> οὐδεὶς ἂν δέξαιτο φεύγειν THC personne n’aurait préféré fuir;<br /><b>V. 1</b> recevoir de pied ferme : ἐπιόντα δουρὶ δ. IL recevoir avec sa lance le choc d'un ennemi ; ἐπιόντας THC recevoir le choc de l'ennemi ; δ. ἔγχει IL recevoir l'ennemi avec sa lance ; τοὺς πολεμίους HDT recevoir l'ennemi de pied ferme ; [[εἰς]] χεῖρας δ. XÉN recevoir l'ennemi et en venir aux mains;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> attendre <i>en gén.</i> : δ. τινα ἐλεύσεσθαι OD attendre qqn venir ; δ. [[εἰσόκεν]] ἔλθῃς IL, [[ὁππότε]] ἀφορμηθεῖεν IL attendre que tu sois revenu, qu’ils aient débarqué;<br /><b>B.</b> <i>intr. ou Pass.</i> être reçu l'un à la suite de l'autre, succéder : [[ὥς]] μοι δέχεται κακὸν [[ἐκ]] κακοῦ [[αἰεί]] IL comme les malheurs ne cessent, pour moi de succéder aux malheurs ! [[ἐκ]] [[τοῦ]] στεινοῦ τὸ [[Ἀρτεμίσιον]] δέκεται HDT au détroit succède Artémision.<br />'''Étymologie:''' R. Δεκ, prendre.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δέχομαι''': Ἰων. καὶ Αἰολ. [[δέκομαι]], Ἡρόδ., Σαπφὼ 1. 22, Πίνδ.· - μέλλ. δέξομαι, Ἐπ. [[ὡσαύτως]] δεδέξομαι Ἰλ. Ε. 238, ἀλλ’ οὐχὶ παρ’ Ἀττ.· δεχθήσομαι (μετὰ παθ. σημασ.) Ἑβδ.·- ἀόρ. ἐδεξάμην Ἰλ., Ἡρόδ., Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] μτβτ. ἐδέχθην (ὑπ) Εὐρ. Ἡρακλ. 757 (ἀλλ’ ἐν πᾶσι τοῖς ἄλλοις παραδείγμασιν ὁ [[ἀόριστος]] α΄ κεῖται ἐπὶ παθ. σημασίας)· πρκμ. δέδεγμαι Ἰλ., Ἀττ. Ἰων. γ΄ πληθυντ. ἀπο-[[δεδέχαται]] Ἡρόδ.· ὑπερσυντ. ἐδεδέγμην·- ὁ Ὅμ. [[ὡσαύτως]] ἔχει ἱκανοὺς τύπους συγκεκομένου τινὸς Ἐπ. ἀορ. [[ἐδέγμην]], [[ἔδεκτο]] ἢ [[δέκτο]], προστατ. [[δέξο]], ἀπαρ. δέχθαι, μετοχ. δεγμένος, [[ὡσαύτως]] γ΄πληθ. πρκμ. [[δέχαται]] (παραλειπομένου τοῦ ἀναδιπλασ.), Ἰλ. Μ. 147· [[ἐνιαχοῦ]] ὄμως [[οὗτος]] ὁ [[χρόνος]] [[εἶναι]] παρατατ., Λ. 4· ἴδε [[ὡσαύτως]] [[δεδοκημένος]], ἀποθ. (Ἐκ τῆς √ΔΕΚ, πρβλ. Ἰων καὶ Αἰολ. δέκομαι, [[δοκός]], [[δοχή]], [[δοχός]], [[δοχεῖον]], [[δεξαμενή]]· (ἴδε [[δείκνυμι]], [[δάκτυλος]], [[δεξιός]])· - πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[τεταγών]]. Ι. ἐπὶ πραγμάτων ὡς τὸ ἀντικείμενον, [[λαμβάνω]], [[παραλαμβάνω]], [[ἀποδέχομαι]] τὸ προσφερόμενον, Λατ. accipere, Ὅμ., κτλ. – Σύνταξις: δ. τι χειρὶ ἢ χείρεσσι Ὅμ., κτλ.· δ. τί τινι, δέχομαί τι ἐκ τῆς χειρὸς ἐτέρου, δέξατό οἱ [[σκῆπτρον]] πατρώϊον Ἰλ. Β. 186, κτλ., πρβλ. Πόρσ. Ἑκ. 533· [[ὡσαύτως]], τι [[παρά]] τινος, Ὅμ.· τι ἔκ τινος Σοφ. Ο. Τ. 1106· τί τινος Ἰλ. Α. 596, Ω. 305, Σοφ. Ο. Τ. 1163· - ἀλλ’ ὠσαύτως, δ. τί τινος, [[λαμβάνω]] εἰς ἀνταλλαγὴν διά τι., χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο Ὀδ. Λ. 327· τι δ. πρό τινος Πλάτ. Νόμ. 729D· [[μᾶλλον]] δ. τί [[ἀντί]] τινος ὁ αὐτ. Γοργ. 475D· -[[ὡσαύτως]], [[μᾶλλον]] δ., μετ’ ἀπαρ., [[μᾶλλον]] [[λαμβάνω]], [[λαμβάνω]] κατὰ προτίμησιν, προτιμῶ νὰ πράξω νὰ εἶμαι…, Λυσ. 118. 4, Ξεν Ἑλλ. 5. 1, 14, Συμπ. 4, 12· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[μᾶλλον]], οὐδεὶς ἂν δέξαιτο φεύγειν Θουκ. 1. 143, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 41Α· οὐκ ἂν δεξαίμην τι ἔχειν Ἀνδοκ. 1. 25· ἐπομένου ἢ…, Πλάτ. Φιλήβ. 63Β. β) [[ἁπλῶς]] [[ὑποδέχομαι]], [[συλλέγω]], ὡς ἐν ἀγγείῳ (πρβλ. [[δεξαμενή]], [[δοχή]]), ὀπὸν… κάδοις δ. Σοφ. Ἀποσπ. 479. 2) ἐπὶ διανοητικῆς ἀποδοχῆς, ἀποδέχομαί τι [[ἄνευ]] γογγυσμοῦ, χαλεπόν περ ἐόντα δεχώμεθα μύθον Ὀδ. Υ. 271· κῆρα δ’ ἐγὼ [[τότε]] δέξομαι Ἰλ. Σ. 115. β) ἀποδέχομαί τι μετὰ χαρᾶς, τοῦτο δ’ ἐγὼ [[πρόφρων]] δ. Ψ. 647· ἐπὶ τῶν θεῶν, ἀλλ’ γε [[δέκτο]] μὲν ἱρὰ Β. 420· οὕτω, προσφιλῶς γέρα δ., ἐπὶ νεκροῦ, Σοφ. Ἠλ. 143· τὰ σφάγια δ. Ἀριστοφ. Λυσ. 204 – οὕτω καὶ παρὰ πεζοῖς, τὸ χρησθέν, τὸν οιωνὸν δ., [[ἀποδέχομαι]], μετὰ χαρᾶς [[δέχομαι]], Ἡρόδ. 1. 63., 9. 91, πρβλ. Αὐσχύλ. Ἀγ. 1653, Σοφ. Ἠλ. 668, Ἀριστοφ. Πλ. 63, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 17· - [[ἀποδέχομαι]], ἐπιδοκιμάζω, τοὺς λόγους, τὴν ξυμμαχίην Ἡρόδ. 1. 95, Θουκ 1. 95, κτλ., πρβλ. Valck. Φοιν. 462· διδόναι καὶ δέχεσθαι τὰ δίκαια, Θουκ. 1. 37, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 312· περὶ τοῦ δέχεσθαι ὅρκον, ἴδε ἐν λ. [[ὅρκος]]. γ) [[ἁπλῶς]], δίδω προσοχὴν, [[ἀκούω]], Λατ. accipere, ὠσὶν ἠχήν, φήμην ἀκοαῖσιν, Εὐρ. Βάκχ. 1086, κτλ.· ἀπλῶς, δ. ὀμφὰν ὁ αὐτ. Μηδ. 175· τὰ παραγγελλόμενα [[ὀξέως]] δ. Θουκ. 2. 11, 89. δ) [[δέχομαι]] ἢ θεωρῶ ὡς…, [[μηδὲ]] συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα Σοφ. Αἴ. 68. 3) [[ἀναλαμβάνω]], [[ἀναδέχομαι]], τὴν δαπάνην Πολύβ. 32. 14, 5. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων ὡς τὸ ἀντικείμενον, [[δέχομαι]] φιλοξένως, περιποιοῦμαι, Λατ. excipere, Ὁμ.· -ἐν μεγάροισι, ἐν δόμοισιν Ἰλ. Σ. 331. Ὀδ. Ρ. 110· [[ὡσαύτως]], δόμοις δ. τινα Σοφ. Ο. Τ. 818· στέγαις, πυρὶ δ. τινὰ Εὐρ. Ὀρ. 47· δ. [[χώρα]] ὁ αὐτ. Μηδ. 713· τῇ πόλει δ., [[ἐπιτρέπω]] εἴς τινα νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν πόλιν, Θουκ. 4. 103· [[εἴσω]] δ. ὁ αὐτ. 6. 44· εἰς τὸ [[τεῖχος]] Ξεν. Ἀν. 5. 5, 6. 2) [[χαιρετίζω]], [[ἀσπάζομαι]], προσκυνῶ, οἵ σε. θεὸν ὥς, δειδέχατ’ Ἰλ. Χ. 434· δ. τινα ξύμμαχον, [[παραδέχομαι]] [[ἀποδέχομαι]] ὡς σύμμαχον, Θουκ. 1. 43, κτλ. 3) [[δέχομαι]] ὡς ἐχθρόν, [[ὑπομένω]] τὴν προσβολήν τινος, Λατ. excipere, ἐπιόντα δ. Ἰλ. Ε. 238, πρβλ. Ο. 745· ἐπὶ κυνηγοῦ ὑπομένοντος τὸ [[θήραμα]], Δ. 107· ἐπὶ ἀγρίου κάπρου ὑπομένοντος τοὺς κυνηγοὺς, Μ. 147· [[οὕτως]] εἰς χεῖρας δ. Ξεν. Ἀν. 4. 3, 31· τοὺς πολεμίους δ. Ἡρόδ. 3. 54. πρβλ. Θουκ. 4. 43· ἐπιόντας δ. ὁ αὐτ. 7. 77· δ. τὴν πρώτην ἔφοδον ὁ αὐτ. 4. 126· ἐδέξατο [[πόλις]] πόνον Εὐρ. Ἰκέτ. 394. 4) [[περιμένω]], [[ἀναμένω]], προσδοκῶ τινα ἤ τι, μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ. μέλλ. ἀλλ’ ἀεί τινα φῶτα… [[ἐδέγμην]] ἐνθάδ’ ἐλεύσεται Ὀδ. Ι. 513, πρβλ. Μ. 230· [[ὡσαύτως]] [[δέγμενος]] Αἰακίδην, [[ὁπότε]]… λήξειεν Ἰλ. Ι. 191· δεδεγμένος εἰσόκεν ἔλθῃς Κ. 62,- Ἐπὶ τῶν δύο τούτων τελευταίων σημασιῶν ὁ [[Ὅμηρος]] μεταχειρίζεται τὸν μέλλοντα δεδέξομαι, πρκμ. δέδεγμαι καὶ δεδεγμένος, [[δέγμενος]], τὸ δὲ τελευταίον τοῦτο [[εἶναι]] [[μάλιστα]] ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας, πλὴν ἐν Ὑμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 29, εἰς Ἑρμ. 477. ΙΙΙ. σπανίως μετὰ πράγματος ὡς τοῦ ὑποκειμένου, [[κατέχω]] τινά, [[ἐνασχολῶ]] τινα, τίς ἀρχὰ ναυτιλίας δέξατο [αὐτούς]; Πίνδ. Π. 4. 124· [[δέχομαι]], [[περιλαμβάνω]] (πρβλ. [[δεκτικός]], [[δεξαμενή]]), τὴν τροφὴν Ἀριστ. . Ζ. 4. 6, 4, κ. ἀλλ. ΙV. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμτβ. [[διαδέχομαι]], [[ἔρχομαι]] ἀμέσως μετὰ ἕτερον, Λατ. excipere, ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ ἀεὶ Ἰλ. Τ. 290· [[ἄλλος]] δ’ ἐξ ἄλλου δέχεται χαλεπώτατος [[ἆθλος]] Ἡσ. Θ.800· ἐπὶ τόπων, ἐκ τοῦ στεινοῦ τὸ [[Ἀρτεμίσιον]] δέκεται Ἡρόδ. 7. 176.
|elnltext=δέχομαι Ion. Aeol. praes. δέκομαι, ep. 3 plur. δέχαται, Aeol. imperf. ἐδεκόμην; aor. ἐδεξάμην, poët. δεξάμην, ep. stamaor. 3 sing. ἔδεκτο en δέκτο, imperat. δέξο, plur. δέχθε, inf. δέχθαι, ptc. δέγμενος; perf. 3 plur. (ἀπο)δεδέχαται, imperat. δέδεξο, plur. δέδεχθε, inf. δεδέχθαι, ptc. δεδεγμένος; plqperf. ἐδεδέγμην; fut. δεχθήσομαι; ep. fut. perf. δεδέξομαι krijgen, ontvangen:. δέξατο... σκῆπτρον πατρὼιον hij had de scepter van zijn voorvaderen gekregen Il. 2.186; δέχοντο τὸν φόρον zij ontvingen de belasting Thuc. 1.96.2; τὴν χάριν τοῦ θεου δ. de genade van God ontvangen NT Cor. 2.6.1. aanvaarden, accepteren:; μήτ’ ἄρ τις νῦν κτήματ’ Ἀλεξάνδροιο δεχέσθω laat niemand dan nu schatten van Paris accepteren Il. 7.400; χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο zij accepteerde goud als prijs voor haar eigen man Od. 11.327; δέκομαι τὸν οἰωνόν ik accepteer het voorteken Hdt. 9.91.2; ὅρκους δοὺς καὶ δεξάμενος beloften gevend en aanvaardend Hdt. 6.23.4; met dubb. acc. accepteren als:. Κερκυραίους τούσδε μήτε ξυμμάχους δέχεσθε accepteer deze Cercyraeërs niet als bondgenoten Thuc. 1.43.3. accepteren, instemmen met:; εἰ... μὴ δέχῃ λόγον als je mijn woorden niet accepteert Aeschl. Ag. 1060; τὰ παραγγελλόμενα ὀξέως δεχόμενοι de bevelen nauwgezet opvolgend Thuc. 2.11.9; met μᾶλλον: verkiezen boven:; μᾶλλον ἢ τὸ Δαρείου χρυσίον κτήσασθαι δεξαίμην πολὺ πρότερον ἑταῖρον ik zou veel eerder een vriend verkiezen boven het bezit van het goud van Darius Plat. Lys. 211e; met inf.: οὐδεὶς ἂν δέξαιτο... τὴν αὐτοῦ φεύγειν niemand zou ermee instemmen zijn eigen land prijs te geven Thuc. 1.143.2. ontvangen, opnemen, onthalen:. ἐμέ... δέξεται ἐν μεγάροισι hij zal mij in zijn paleis ontvangen Il. 18.331; δέξαι μ’ ἐς τὸ σὸν τόδε στέγος neem mij op in uw huis hier Soph. El. 1165; δ. ἀγαθῷ νόῳ welgezind opnemen Hdt. 1.60.5; σφ’ ἐδεξάμην φίλως ik ontving haar vriendelijk Soph. Tr. 628. wachten, afwachten:; δεδεγμένος εἰς κεν ἔλθῃς wachtend totdat je komt Il. 10.62; met inf.: αἰεί τινα φῶτα... ἐδέγμην ἐνθαδ’ ἐλεύσεσθαι ik verwachtte steeds dat een man hier zou komen Od. 9.513. opwachten, opvangen:. τόνδε δ’ ἐγών ἐπιόντα δεδέξομαι δουρί ik zal hem als hij komt opwachten met mijn speer Il. 5.238; ὑμᾶς... οὔτ’ ἂν ἐπιόντας δέξαιτο ῥᾳδίως (geen enkele stad) zou jullie aanval gemakkelijk kunnen weerstaan Thuc. 7.77.4. intrans. volgen op, met ἐκ + gen.: ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί zo volgt voor mij steeds kwaad op kwaad Il. 19.290; ἐκ δὲ τοῦ στεινοῦ... ἤδη τὸ Ἀρτεμίσιον δέκεται op die zeeëngte volgt meteen Artemisium Hdt. 7.176.1.
}}
{{elru
|elrutext='''δέχομαι:''' ион. [[δέκομαι]] (fut. [[δέξομαι]], pf. [[δέδεγμαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[принимать]], [[получать]] (τί τινος Hom., τι ἔκ τινος Soph. и τι [[παρά]] τινος Hom., Her., редко τί τινι Hom.): δέξασθαι χρυσόν τινος Hom. получить золото от кого-л., тж. предать кого-л. за золото; δ. παρακαταθήκην τινός Plat. и ἐν παρακαταθήκῃ τι Polyb. принимать что-л. в заклад;<br /><b class="num">2)</b> [[принимать внутрь]], [[поглощать]] (τροφήν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[впитывать]] (ἡ γῆ δέχεται [[ὕδωρ]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> (вос)принимать, усваивать (γλυκύτητα Arst.): μὴ δ. τὴν πρὸς τὸ εἰκὸς μίξιν Plut. быть совершенно неправдоподобным;<br /><b class="num">5)</b> [[оказывать]] (радушный) прием, давать приют, принимать как гостя (τινα ἐν δόμοισιν Hom. и δόμοις Soph., εἰς [[στέγος]] Soph. и στέγαις Eur., εἰς τὴν πόλιν и τῇ πόλει Thuc.): παῖδ᾽ ἑὸν δέξατο κόλπῳ Hom. (Андромаха) прижала своего ребенка к груди; ξυμμάχους τινὰς δ. Thuc. принимать кого-л. в число союзников;<br /><b class="num">6)</b> (о богах), [[благосклонно принимать]] ([[ἱερά]] Hom.; σφάγια Arph.) или выслушивать (λιτάς Soph.);<br /><b class="num">7)</b> [[воспринимать]], [[слышать]]: ὠσὶν ἠχὴν οὐ [[σαφῶς]] [[δεδεγμένος]] Eur. неясно расслышав голос;<br /><b class="num">8)</b> воспринимать, (сочувственно или покорно) выслушивать (μύθων ὀμφάν Eur.; τὰς ἀκοὰς παρ᾽ [[ἀλλήλων]] Thuc.): δέξασθαι τοὺς λόγους Her., Thuc. принять предложения; δέχει δὴ τοῦτον τὸν λόγον; Plat. а ты-то согласен с этим учением?; μνήμῃ παρὰ τῶν [[πρότερον]] δεδέχθαι Thuc. знать по устному преданию от предков; κῆρα [[δέξομαι]] Hom. я готов принять смерть;<br /><b class="num">9)</b> [[принимать к руководству]] (τὸ χρησθέν Her.; τὸ ῥηθέν Soph.): τὰ παραγγελλόμενα [[ὀξέως]] δ. Thuc. быстро выполнять приказания;<br /><b class="num">10)</b> [[принимать]], [[понимать]] (ἀναγνοὺς αὐτὰ ὅπῃ [[βούλει]] δέξασθαι, [[ταύτῃ]] δέχου Plat.): μὴ ξυμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα Soph. не думай, что этот человек принесет тебе несчастье;<br /><b class="num">11)</b> [[предпочитать]] (τι [[πρό]] τινος и [[μᾶλλον]] τι [[ἀντί]] τινος Plat.): [[μᾶλλον]] δεξαίμην Plat. я предпочел бы; ἐπὶ πόσῳ ἄν τις δέξαιτ᾽ ἂν [[ὑμῶν]]; Plat. чего только не отдал бы любой из вас (за это)?;<br /><b class="num">12)</b> [[поджидать]], [[выжидать]]: ἐλεύσασθαί τινα δ. Hom. ожидать чьего-л. прихода; [[δεδεγμένος]] ὁππόθ᾽ ἵκοιτο Theocr. ожидая его прихода; δ. [[πόδα]] τινός Eur. ожидать кого-л.;<br /><b class="num">13)</b> [[встречать в боевой готовности]], [[давать отпор]], [[отражать]] (τινα ἐπιόντα [[δουρί]] Hom.; τοὺς πολεμίους Her., Thuc.): οἱ, sc. πολέμιοι, οὐκ ἐδέξαντο Xen. неприятель не выдержал натиска; εἰς χεῖρας δ. Xen. принять рукопашный бой;<br /><b class="num">14)</b> [[непосредственно следовать]], [[примыкать]] ([[ἄλλος]] δ᾽ ἐξ [[ἄλλου]] δέχεται χαλεπώτερος [[ἆθλος]] Hes.): δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ Hom. беда следует за бедой (ср. «пришла беда - отворяй ворота»); ἐκ τοῦ στεινοῦ τὸ [[Ἀρτεμίσιον]] δέκεται Her. тут же за проливом находится Артемисий.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 37: Line 40:
|lsmtext='''δέχομαι:''' Ιων. και Αιολ. [[δέκομαι]], μέλ. [[δέξομαι]], Επικ. [[δεδέξομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐδεξάμην</i> και <i>ἐδέχθην</i>, παρακ. [[δέδεγμαι]], Επικ. γʹ πληθ. [[δειδέχαται]], υπερσ. <i>-ατο</i>, υπερσ. <i>ἐδεδέγμην</i>· υπάρχουν επίσης αρκετοί τύποι ενός Επικ. αορ. βʹ [[ἐδέγμην]], βλ. γʹ ενικ. [[ἔδεκτο]] ή [[δέκτο]], γʹ πληθ. [[δέχαται]], προστ. [[δέξο]], απαρ. [[δέχθαι]], μτχ. [[δέγμενος]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πράγματα, ως αντικ., [[παίρνω]], [[αποδέχομαι]], [[παραλαμβάνω]] αυτό που προσφέρεται, Λατ. accipere, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>δ. τί τινι</i>, [[αποδέχομαι]], [[λαμβάνω]] [[κάτι]] από τα χέρια ενός άλλου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης <i>τί τινος</i>, στο ίδ.· τι [[παρά]] τινός, σε Όμηρ.· <i>τι ἔκ τινος</i>, σε Σοφ.· [[αλλά]] επίσης, <i>δ. τί τινος</i>, [[παίρνω]] [[αντάλλαγμα]] για...· <i>χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο</i>, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, [[μᾶλλον]] δ., με απαρ., [[προτιμώ]], [[επιλέγω]], να κάνω ή να είμαι, σε Ξεν.· και [[χωρίς]] το [[μᾶλλον]], <i>οὐδεὶς ἂν δέξαιτο φεύγειν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποδέχομαι]], [[εγκολπώνομαι]], [[συνομολογώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δ. τὸν οἰωνόν</i>, [[αποδέχομαι]], [[χαιρετίζω]], [[καλωσορίζω]] τον οιωνό, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[αποδέχομαι]] ή [[επιδοκιμάζω]], [[αποδεικνύω]], <i>τοὺς λόγους</i>, <i>τὴν ξυμμαχίην</i>, στον ίδ., σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[απλώς]], [[δίνω]] [[ακρόαση]], [[προσοχή]] σε, [[ακούω]], Λατ. accipere, σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[θεωρώ]] ως..., [[μηδέ]] συμφοράν δέχου τὸν ἄνδρα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[δέχομαι]] φιλόξενα, [[περιποιούμαι]], [[υποδέχομαι]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[χαιρετώ]], [[ασπάζομαι]], [[προσκυνώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δ. τινα ξύμμαχον</i>, [[αποδέχομαι]], [[αναγνωρίζω]] ως σύμμαχο, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[υποδέχομαι]] ως εχθρό, [[δέχομαι]] την [[επίθεση]] κάποιου, Λατ. excipere, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για κυνηγό που παραμονεύει το [[θήραμα]] ή για άγριο κάπρο που περιμένει τους κυνηγούς, στο ίδ.· <i>τοὺς πολεμίους δ</i>., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[περιμένω]], [[αναμένω]], [[προσδοκώ]], με αιτ. και απαρ., μέλ., σε Ομήρ. Οδ.· ή με αιτ., [[περιμένω]] για, στο ίδ.· [[μηδὲ]] συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα, να μην περιμένεις αυτός να γίνει, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> απόλ., [[ακολουθώ]], [[διαδέχομαι]], <i>δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ</i>, σε Ιλ.· [[ἄλλος]] δ' ἐξ [[ἄλλου]] δέχεται [[ἆθλος]], σε Ησίοδ.· λέγεται για τοποθεσίες, [[Ἀρτεμίσιον]] δέκεται, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''δέχομαι:''' Ιων. και Αιολ. [[δέκομαι]], μέλ. [[δέξομαι]], Επικ. [[δεδέξομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐδεξάμην</i> και <i>ἐδέχθην</i>, παρακ. [[δέδεγμαι]], Επικ. γʹ πληθ. [[δειδέχαται]], υπερσ. <i>-ατο</i>, υπερσ. <i>ἐδεδέγμην</i>· υπάρχουν επίσης αρκετοί τύποι ενός Επικ. αορ. βʹ [[ἐδέγμην]], βλ. γʹ ενικ. [[ἔδεκτο]] ή [[δέκτο]], γʹ πληθ. [[δέχαται]], προστ. [[δέξο]], απαρ. [[δέχθαι]], μτχ. [[δέγμενος]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πράγματα, ως αντικ., [[παίρνω]], [[αποδέχομαι]], [[παραλαμβάνω]] αυτό που προσφέρεται, Λατ. accipere, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>δ. τί τινι</i>, [[αποδέχομαι]], [[λαμβάνω]] [[κάτι]] από τα χέρια ενός άλλου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης <i>τί τινος</i>, στο ίδ.· τι [[παρά]] τινός, σε Όμηρ.· <i>τι ἔκ τινος</i>, σε Σοφ.· [[αλλά]] επίσης, <i>δ. τί τινος</i>, [[παίρνω]] [[αντάλλαγμα]] για...· <i>χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο</i>, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, [[μᾶλλον]] δ., με απαρ., [[προτιμώ]], [[επιλέγω]], να κάνω ή να είμαι, σε Ξεν.· και [[χωρίς]] το [[μᾶλλον]], <i>οὐδεὶς ἂν δέξαιτο φεύγειν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποδέχομαι]], [[εγκολπώνομαι]], [[συνομολογώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δ. τὸν οἰωνόν</i>, [[αποδέχομαι]], [[χαιρετίζω]], [[καλωσορίζω]] τον οιωνό, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[αποδέχομαι]] ή [[επιδοκιμάζω]], [[αποδεικνύω]], <i>τοὺς λόγους</i>, <i>τὴν ξυμμαχίην</i>, στον ίδ., σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[απλώς]], [[δίνω]] [[ακρόαση]], [[προσοχή]] σε, [[ακούω]], Λατ. accipere, σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[θεωρώ]] ως..., [[μηδέ]] συμφοράν δέχου τὸν ἄνδρα, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[δέχομαι]] φιλόξενα, [[περιποιούμαι]], [[υποδέχομαι]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[χαιρετώ]], [[ασπάζομαι]], [[προσκυνώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δ. τινα ξύμμαχον</i>, [[αποδέχομαι]], [[αναγνωρίζω]] ως σύμμαχο, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[υποδέχομαι]] ως εχθρό, [[δέχομαι]] την [[επίθεση]] κάποιου, Λατ. excipere, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για κυνηγό που παραμονεύει το [[θήραμα]] ή για άγριο κάπρο που περιμένει τους κυνηγούς, στο ίδ.· <i>τοὺς πολεμίους δ</i>., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[περιμένω]], [[αναμένω]], [[προσδοκώ]], με αιτ. και απαρ., μέλ., σε Ομήρ. Οδ.· ή με αιτ., [[περιμένω]] για, στο ίδ.· [[μηδὲ]] συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα, να μην περιμένεις αυτός να γίνει, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> απόλ., [[ακολουθώ]], [[διαδέχομαι]], <i>δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ</i>, σε Ιλ.· [[ἄλλος]] δ' ἐξ [[ἄλλου]] δέχεται [[ἆθλος]], σε Ησίοδ.· λέγεται για τοποθεσίες, [[Ἀρτεμίσιον]] δέκεται, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δέχομαι:''' ион. [[δέκομαι]] (fut. [[δέξομαι]], pf. [[δέδεγμαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[принимать]], [[получать]] (τί τινος Hom., τι ἔκ τινος Soph. и τι [[παρά]] τινος Hom., Her., редко τί τινι Hom.): δέξασθαι χρυσόν τινος Hom. получить золото от кого-л., тж. предать кого-л. за золото; δ. παρακαταθήκην τινός Plat. и ἐν παρακαταθήκῃ τι Polyb. принимать что-л. в заклад;<br /><b class="num">2)</b> [[принимать внутрь]], [[поглощать]] (τροφήν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[впитывать]] (ἡ γῆ δέχεται [[ὕδωρ]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> (вос)принимать, усваивать (γλυκύτητα Arst.): μὴ δ. τὴν πρὸς τὸ εἰκὸς μίξιν Plut. быть совершенно неправдоподобным;<br /><b class="num">5)</b> [[оказывать]] (радушный) прием, давать приют, принимать как гостя (τινα ἐν δόμοισιν Hom. и δόμοις Soph., εἰς [[στέγος]] Soph. и στέγαις Eur., εἰς τὴν πόλιν и τῇ πόλει Thuc.): παῖδ᾽ ἑὸν δέξατο κόλπῳ Hom. (Андромаха) прижала своего ребенка к груди; ξυμμάχους τινὰς δ. Thuc. принимать кого-л. в число союзников;<br /><b class="num">6)</b> (о богах), [[благосклонно принимать]] ([[ἱερά]] Hom.; σφάγια Arph.) или выслушивать (λιτάς Soph.);<br /><b class="num">7)</b> [[воспринимать]], [[слышать]]: ὠσὶν ἠχὴν οὐ [[σαφῶς]] [[δεδεγμένος]] Eur. неясно расслышав голос;<br /><b class="num">8)</b> воспринимать, (сочувственно или покорно) выслушивать (μύθων ὀμφάν Eur.; τὰς ἀκοὰς παρ᾽ [[ἀλλήλων]] Thuc.): δέξασθαι τοὺς λόγους Her., Thuc. принять предложения; δέχει δὴ τοῦτον τὸν λόγον; Plat. а ты-то согласен с этим учением?; μνήμῃ παρὰ τῶν [[πρότερον]] δεδέχθαι Thuc. знать по устному преданию от предков; κῆρα [[δέξομαι]] Hom. я готов принять смерть;<br /><b class="num">9)</b> [[принимать к руководству]] (τὸ χρησθέν Her.; τὸ ῥηθέν Soph.): τὰ παραγγελλόμενα [[ὀξέως]] δ. Thuc. быстро выполнять приказания;<br /><b class="num">10)</b> [[принимать]], [[понимать]] (ἀναγνοὺς αὐτὰ ὅπῃ [[βούλει]] δέξασθαι, [[ταύτῃ]] δέχου Plat.): μὴ ξυμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα Soph. не думай, что этот человек принесет тебе несчастье;<br /><b class="num">11)</b> [[предпочитать]] (τι [[πρό]] τινος и [[μᾶλλον]] τι [[ἀντί]] τινος Plat.): [[μᾶλλον]] δεξαίμην Plat. я предпочел бы; ἐπὶ πόσῳ ἄν τις δέξαιτ᾽ ἂν [[ὑμῶν]]; Plat. чего только не отдал бы любой из вас (за это)?;<br /><b class="num">12)</b> [[поджидать]], [[выжидать]]: ἐλεύσασθαί τινα δ. Hom. ожидать чьего-л. прихода; [[δεδεγμένος]] ὁππόθ᾽ ἵκοιτο Theocr. ожидая его прихода; δ. [[πόδα]] τινός Eur. ожидать кого-л.;<br /><b class="num">13)</b> [[встречать в боевой готовности]], [[давать отпор]], [[отражать]] (τινα ἐπιόντα [[δουρί]] Hom.; τοὺς πολεμίους Her., Thuc.): οἱ, sc. πολέμιοι, οὐκ ἐδέξαντο Xen. неприятель не выдержал натиска; εἰς χεῖρας δ. Xen. принять рукопашный бой;<br /><b class="num">14)</b> [[непосредственно следовать]], [[примыкать]] ([[ἄλλος]] δ᾽ ἐξ [[ἄλλου]] δέχεται χαλεπώτερος [[ἆθλος]] Hes.): δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ Hom. беда следует за бедой (ср. «пришла беда - отворяй ворота»); ἐκ τοῦ στεινοῦ τὸ [[Ἀρτεμίσιον]] δέκεται Her. тут же за проливом находится Артемисий.
|lstext='''δέχομαι''': Ἰων. καὶ Αἰολ. [[δέκομαι]], Ἡρόδ., Σαπφὼ 1. 22, Πίνδ.· - μέλλ. δέξομαι, Ἐπ. [[ὡσαύτως]] δεδέξομαι Ἰλ. Ε. 238, ἀλλ’ οὐχὶ παρ’ Ἀττ.· δεχθήσομαι (μετὰ παθ. σημασ.) Ἑβδ.·- ἀόρ. ἐδεξάμην Ἰλ., Ἡρόδ., Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] μτβτ. ἐδέχθην (ὑπ) Εὐρ. Ἡρακλ. 757 (ἀλλ’ ἐν πᾶσι τοῖς ἄλλοις παραδείγμασιν ὁ [[ἀόριστος]] α΄ κεῖται ἐπὶ παθ. σημασίας)· πρκμ. δέδεγμαι Ἰλ., Ἀττ. Ἰων. γ΄ πληθυντ. ἀπο-[[δεδέχαται]] Ἡρόδ.· ὑπερσυντ. ἐδεδέγμην·- ὁ Ὅμ. [[ὡσαύτως]] ἔχει ἱκανοὺς τύπους συγκεκομένου τινὸς Ἐπ. ἀορ. [[ἐδέγμην]], [[ἔδεκτο]] [[δέκτο]], προστατ. [[δέξο]], ἀπαρ. δέχθαι, μετοχ. δεγμένος, [[ὡσαύτως]] γ΄πληθ. πρκμ. [[δέχαται]] (παραλειπομένου τοῦ ἀναδιπλασ.), Ἰλ. Μ. 147· [[ἐνιαχοῦ]] ὄμως [[οὗτος]] ὁ [[χρόνος]] [[εἶναι]] παρατατ., Λ. 4· ἴδε [[ὡσαύτως]] [[δεδοκημένος]], ἀποθ. (Ἐκ τῆς √ΔΕΚ, πρβλ. Ἰων καὶ Αἰολ. δέκομαι, [[δοκός]], [[δοχή]], [[δοχός]], [[δοχεῖον]], [[δεξαμενή]]· (ἴδε [[δείκνυμι]], [[δάκτυλος]], [[δεξιός]])· - πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[τεταγών]]. Ι. ἐπὶ πραγμάτων ὡς τὸ ἀντικείμενον, [[λαμβάνω]], [[παραλαμβάνω]], [[ἀποδέχομαι]] τὸ προσφερόμενον, Λατ. accipere, Ὅμ., κτλ. – Σύνταξις: δ. τι χειρὶ ἢ χείρεσσι Ὅμ., κτλ.· δ. τί τινι, δέχομαί τι ἐκ τῆς χειρὸς ἐτέρου, δέξατό οἱ [[σκῆπτρον]] πατρώϊον Ἰλ. Β. 186, κτλ., πρβλ. Πόρσ. Ἑκ. 533· [[ὡσαύτως]], τι [[παρά]] τινος, Ὅμ.· τι ἔκ τινος Σοφ. Ο. Τ. 1106· τί τινος Ἰλ. Α. 596, Ω. 305, Σοφ. Ο. Τ. 1163· - ἀλλ’ ὠσαύτως, δ. τί τινος, [[λαμβάνω]] εἰς ἀνταλλαγὴν διά τι., χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο Ὀδ. Λ. 327· τι δ. πρό τινος Πλάτ. Νόμ. 729D· [[μᾶλλον]] δ. τί [[ἀντί]] τινος ὁ αὐτ. Γοργ. 475D· -[[ὡσαύτως]], [[μᾶλλον]] δ., μετ’ ἀπαρ., [[μᾶλλον]] [[λαμβάνω]], [[λαμβάνω]] κατὰ προτίμησιν, προτιμῶ νὰ πράξω ἢ νὰ εἶμαι…, Λυσ. 118. 4, Ξεν Ἑλλ. 5. 1, 14, Συμπ. 4, 12· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[μᾶλλον]], οὐδεὶς ἂν δέξαιτο φεύγειν Θουκ. 1. 143, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 41Α· οὐκ ἂν δεξαίμην τι ἔχειν Ἀνδοκ. 1. 25· ἐπομένου ἢ…, Πλάτ. Φιλήβ. 63Β. β) [[ἁπλῶς]] [[ὑποδέχομαι]], [[συλλέγω]], ὡς ἐν ἀγγείῳ (πρβλ. [[δεξαμενή]], [[δοχή]]), ὀπὸν… κάδοις δ. Σοφ. Ἀποσπ. 479. 2) ἐπὶ διανοητικῆς ἀποδοχῆς, ἀποδέχομαί τι [[ἄνευ]] γογγυσμοῦ, χαλεπόν περ ἐόντα δεχώμεθα μύθον Ὀδ. Υ. 271· κῆρα δ’ ἐγὼ [[τότε]] δέξομαι Ἰλ. Σ. 115. β) ἀποδέχομαί τι μετὰ χαρᾶς, τοῦτο δ’ ἐγὼ [[πρόφρων]] δ. Ψ. 647· ἐπὶ τῶν θεῶν, ἀλλ’ ὅ γε [[δέκτο]] μὲν ἱρὰ Β. 420· οὕτω, προσφιλῶς γέρα δ., ἐπὶ νεκροῦ, Σοφ. Ἠλ. 143· τὰ σφάγια δ. Ἀριστοφ. Λυσ. 204 – οὕτω καὶ παρὰ πεζοῖς, τὸ χρησθέν, τὸν οιωνὸν δ., [[ἀποδέχομαι]], μετὰ χαρᾶς [[δέχομαι]], Ἡρόδ. 1. 63., 9. 91, πρβλ. Αὐσχύλ. Ἀγ. 1653, Σοφ. Ἠλ. 668, Ἀριστοφ. Πλ. 63, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 17· - [[ἀποδέχομαι]], ἐπιδοκιμάζω, τοὺς λόγους, τὴν ξυμμαχίην Ἡρόδ. 1. 95, Θουκ 1. 95, κτλ., πρβλ. Valck. Φοιν. 462· διδόναι καὶ δέχεσθαι τὰ δίκαια, Θουκ. 1. 37, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 312· περὶ τοῦ δέχεσθαι ὅρκον, ἴδε ἐν λ. [[ὅρκος]]. γ) [[ἁπλῶς]], δίδω προσοχὴν, [[ἀκούω]], Λατ. accipere, ὠσὶν ἠχήν, φήμην ἀκοαῖσιν, Εὐρ. Βάκχ. 1086, κτλ.· ἀπλῶς, δ. ὀμφὰν ὁ αὐτ. Μηδ. 175· τὰ παραγγελλόμενα [[ὀξέως]] δ. Θουκ. 2. 11, 89. δ) [[δέχομαι]] ἢ θεωρῶ ὡς…, [[μηδὲ]] συμφορὰν δέχου τὸν ἄνδρα Σοφ. Αἴ. 68. 3) [[ἀναλαμβάνω]], [[ἀναδέχομαι]], τὴν δαπάνην Πολύβ. 32. 14, 5. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων ὡς τὸ ἀντικείμενον, [[δέχομαι]] φιλοξένως, περιποιοῦμαι, Λατ. excipere, Ὁμ.· -ἐν μεγάροισι, ἐν δόμοισιν Ἰλ. Σ. 331. Ὀδ. Ρ. 110· [[ὡσαύτως]], δόμοις δ. τινα Σοφ. Ο. Τ. 818· στέγαις, πυρὶ δ. τινὰ Εὐρ. Ὀρ. 47· δ. [[χώρα]] ὁ αὐτ. Μηδ. 713· τῇ πόλει δ., [[ἐπιτρέπω]] εἴς τινα νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν πόλιν, Θουκ. 4. 103· [[εἴσω]] δ. ὁ αὐτ. 6. 44· εἰς τὸ [[τεῖχος]] Ξεν. Ἀν. 5. 5, 6. 2) [[χαιρετίζω]], [[ἀσπάζομαι]], προσκυνῶ, οἵ σε. θεὸν ὥς, δειδέχατ’ Ἰλ. Χ. 434· δ. τινα ξύμμαχον, [[παραδέχομαι]] ἢ [[ἀποδέχομαι]] ὡς σύμμαχον, Θουκ. 1. 43, κτλ. 3) [[δέχομαι]] ὡς ἐχθρόν, [[ὑπομένω]] τὴν προσβολήν τινος, Λατ. excipere, ἐπιόντα δ. Ἰλ. Ε. 238, πρβλ. Ο. 745· ἐπὶ κυνηγοῦ ὑπομένοντος τὸ [[θήραμα]], Δ. 107· ἐπὶ ἀγρίου κάπρου ὑπομένοντος τοὺς κυνηγοὺς, Μ. 147· [[οὕτως]] εἰς χεῖρας δ. Ξεν. Ἀν. 4. 3, 31· τοὺς πολεμίους δ. Ἡρόδ. 3. 54. πρβλ. Θουκ. 4. 43· ἐπιόντας δ. ὁ αὐτ. 7. 77· δ. τὴν πρώτην ἔφοδον ὁ αὐτ. 4. 126· ἐδέξατο [[πόλις]] πόνον Εὐρ. Ἰκέτ. 394. 4) [[περιμένω]], [[ἀναμένω]], προσδοκῶ τινα ἤ τι, μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ. μέλλ. ἀλλ’ ἀεί τινα φῶτα… [[ἐδέγμην]] ἐνθάδ’ ἐλεύσεται Ὀδ. Ι. 513, πρβλ. Μ. 230· [[ὡσαύτως]] [[δέγμενος]] Αἰακίδην, [[ὁπότε]]… λήξειεν Ἰλ. Ι. 191· δεδεγμένος εἰσόκεν ἔλθῃς Κ. 62,- Ἐπὶ τῶν δύο τούτων τελευταίων σημασιῶν ὁ [[Ὅμηρος]] μεταχειρίζεται τὸν μέλλοντα δεδέξομαι, πρκμ. δέδεγμαι καὶ δεδεγμένος, [[δέγμενος]], τὸ δὲ τελευταίον τοῦτο [[εἶναι]] [[μάλιστα]] ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας, πλὴν ἐν Ὑμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 29, εἰς Ἑρμ. 477. ΙΙΙ. σπανίως μετὰ πράγματος ὡς τοῦ ὑποκειμένου, [[κατέχω]] τινά, [[ἐνασχολῶ]] τινα, τίς ἀρχὰ ναυτιλίας δέξατο [αὐτούς]; Πίνδ. Π. 4. 124· [[δέχομαι]], [[περιλαμβάνω]] (πρβλ. [[δεκτικός]], [[δεξαμενή]]), τὴν τροφὴν Ἀριστ. . Ζ. 4. 6, 4, κ. ἀλλ. ΙV. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμτβ. [[διαδέχομαι]], [[ἔρχομαι]] ἀμέσως μετὰ ἕτερον, Λατ. excipere, ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ ἀεὶ Ἰλ. Τ. 290· [[ἄλλος]] δ’ ἐξ ἄλλου δέχεται χαλεπώτατος [[ἆθλος]] Ἡσ. Θ.800· ἐπὶ τόπων, ἐκ τοῦ στεινοῦ τὸ [[Ἀρτεμίσιον]] δέκεται Ἡρόδ. 7. 176.
}}
{{elnl
|elnltext=δέχομαι Ion. Aeol. praes. δέκομαι, ep. 3 plur. δέχαται, Aeol. imperf. ἐδεκόμην; aor. ἐδεξάμην, poët. δεξάμην, ep. stamaor. 3 sing. ἔδεκτο en δέκτο, imperat. δέξο, plur. δέχθε, inf. δέχθαι, ptc. δέγμενος; perf. 3 plur. (ἀπο)δεδέχαται, imperat. δέδεξο, plur. δέδεχθε, inf. δεδέχθαι, ptc. δεδεγμένος; plqperf. ἐδεδέγμην; fut. δεχθήσομαι; ep. fut. perf. δεδέξομαι krijgen, ontvangen:. δέξατο... σκῆπτρον πατρὼιον hij had de scepter van zijn voorvaderen gekregen Il. 2.186; δέχοντο τὸν φόρον zij ontvingen de belasting Thuc. 1.96.2; τὴν χάριν τοῦ θεου δ. de genade van God ontvangen NT Cor. 2.6.1. aanvaarden, accepteren:; μήτ’ ἄρ τις νῦν κτήματ’ Ἀλεξάνδροιο δεχέσθω laat niemand dan nu schatten van Paris accepteren Il. 7.400; χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο zij accepteerde goud als prijs voor haar eigen man Od. 11.327; δέκομαι τὸν οἰωνόν ik accepteer het voorteken Hdt. 9.91.2; ὅρκους δοὺς καὶ δεξάμενος beloften gevend en aanvaardend Hdt. 6.23.4; met dubb. acc. accepteren als:. Κερκυραίους τούσδε μήτε ξυμμάχους δέχεσθε accepteer deze Cercyraeërs niet als bondgenoten Thuc. 1.43.3. accepteren, instemmen met:; εἰ... μὴ δέχῃ λόγον als je mijn woorden niet accepteert Aeschl. Ag. 1060; τὰ παραγγελλόμενα ὀξέως δεχόμενοι de bevelen nauwgezet opvolgend Thuc. 2.11.9; met μᾶλλον: verkiezen boven:; μᾶλλον ἢ τὸ Δαρείου χρυσίον κτήσασθαι δεξαίμην πολὺ πρότερον ἑταῖρον ik zou veel eerder een vriend verkiezen boven het bezit van het goud van Darius Plat. Lys. 211e; met inf.: οὐδεὶς ἂν δέξαιτο... τὴν αὐτοῦ φεύγειν niemand zou ermee instemmen zijn eigen land prijs te geven Thuc. 1.143.2. ontvangen, opnemen, onthalen:. ἐμέ... δέξεται ἐν μεγάροισι hij zal mij in zijn paleis ontvangen Il. 18.331; δέξαι μ’ ἐς τὸ σὸν τόδε στέγος neem mij op in uw huis hier Soph. El. 1165; δ. ἀγαθῷ νόῳ welgezind opnemen Hdt. 1.60.5; σφ’ ἐδεξάμην φίλως ik ontving haar vriendelijk Soph. Tr. 628. wachten, afwachten:; δεδεγμένος εἰς ὅ κεν ἔλθῃς wachtend totdat je komt Il. 10.62; met inf.: αἰεί τινα φῶτα... ἐδέγμην ἐνθαδ’ ἐλεύσεσθαι ik verwachtte steeds dat een man hier zou komen Od. 9.513. opwachten, opvangen:. τόνδε δ’ ἐγών ἐπιόντα δεδέξομαι δουρί ik zal hem als hij komt opwachten met mijn speer Il. 5.238; ὑμᾶς... οὔτ’ ἂν ἐπιόντας δέξαιτο ῥᾳδίως (geen enkele stad) zou jullie aanval gemakkelijk kunnen weerstaan Thuc. 7.77.4. intrans. volgen op, met ἐκ + gen.: ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί zo volgt voor mij steeds kwaad op kwaad Il. 19.290; ἐκ δὲ τοῦ στεινοῦ... ἤδη τὸ Ἀρτεμίσιον δέκεται op die zeeëngte volgt meteen Artemisium Hdt. 7.176.1.
}}
}}
{{etym
{{etym