Anonymous

δαύω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0524.png Seite 524]] = ἰαὐω, schlafen, Sappho bei E. M. 250, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0524.png Seite 524]] = ἰαὐω, schlafen, Sappho bei E. M. 250, 10.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δαύω''': [[ἰαύω]], κοιμῶμαι, Σαπφὼ 86· ἀόρ. ἔδαυσεν παρ' Ἡσυχ. Πρβλ. [[δαίω]] (Δ), τελ.
|elnltext=δαύω [~ ἰαύω?] slapen.
}}
{{elru
|elrutext='''δαύω:''' эол. [[Sappho]] = [[ἰαύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαύω]] (Α)<br />[[κοιμάμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί για την αρχική [[προέλευση]] του ρ. [[δαύω]] δεν [[είναι]] ευρύτερα αποδεκτές. Συνδέθηκε με το ρ. [[ιαύω]] «[[κοιμάμαι]]» και [[κυρίως]] <i>αύω</i> (=[[ιαύω]], στον επικό Νίκανδρο) λόγω της μορφολογικής τους ομοιότητας. Υπετέθη δηλ. ότι το <i>δαύοις</i> (στη [[Σαπφώ]]) [[είναι]] λανθασμένη [[γραφή]] του <i>δ</i>' <i>αύοις</i>, η οποία μέσω του Ησυχίου και του Λυκόφρονος διαδόθηκε [[περαιτέρω]]. Η [[υπόθεση]] ότι το -<i>δ</i>- του [[δαύω]] προέρχεται από ένα συνώνυμο [[ρήμα]], πιθ. το ομηρικό <i>έδραθον</i>, [[καθώς]] και η [[σύνδεση]] με αρχ. ινδ. <i>doš</i><i>ā</i>, αβεστ. <i>daoša</i>, δεν [[είναι]] πειστικές].
|mltxt=[[δαύω]] (Α)<br />[[κοιμάμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί για την αρχική [[προέλευση]] του ρ. [[δαύω]] δεν [[είναι]] ευρύτερα αποδεκτές. Συνδέθηκε με το ρ. [[ιαύω]] «[[κοιμάμαι]]» και [[κυρίως]] <i>αύω</i> (=[[ιαύω]], στον επικό Νίκανδρο) λόγω της μορφολογικής τους ομοιότητας. Υπετέθη δηλ. ότι το <i>δαύοις</i> (στη [[Σαπφώ]]) [[είναι]] λανθασμένη [[γραφή]] του <i>δ</i>' <i>αύοις</i>, η οποία μέσω του Ησυχίου και του Λυκόφρονος διαδόθηκε [[περαιτέρω]]. Η [[υπόθεση]] ότι το -<i>δ</i>- του [[δαύω]] προέρχεται από ένα συνώνυμο [[ρήμα]], πιθ. το ομηρικό <i>έδραθον</i>, [[καθώς]] και η [[σύνδεση]] με αρχ. ινδ. <i>doš</i><i>ā</i>, αβεστ. <i>daoša</i>, δεν [[είναι]] πειστικές].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δαύω:''' эол. [[Sappho]] = [[ἰαύω]].
|lstext='''δαύω''': [[ἰαύω]], κοιμῶμαι, Σαπφὼ 86· ἀόρ. ἔδαυσεν παρ' Ἡσυχ. Πρβλ. [[δαίω]] (Δ), τελ.
}}
{{elnl
|elnltext=δαύω [~ ἰαύω?] slapen.
}}
}}
{{etym
{{etym