3,276,901
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0524.png Seite 524]] = ἰαὐω, schlafen, Sappho bei E. M. 250, 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0524.png Seite 524]] = ἰαὐω, schlafen, Sappho bei E. M. 250, 10. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=δαύω [~ ἰαύω?] slapen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δαύω:''' эол. [[Sappho]] = [[ἰαύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δαύω]] (Α)<br />[[κοιμάμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί για την αρχική [[προέλευση]] του ρ. [[δαύω]] δεν [[είναι]] ευρύτερα αποδεκτές. Συνδέθηκε με το ρ. [[ιαύω]] «[[κοιμάμαι]]» και [[κυρίως]] <i>αύω</i> (=[[ιαύω]], στον επικό Νίκανδρο) λόγω της μορφολογικής τους ομοιότητας. Υπετέθη δηλ. ότι το <i>δαύοις</i> (στη [[Σαπφώ]]) [[είναι]] λανθασμένη [[γραφή]] του <i>δ</i>' <i>αύοις</i>, η οποία μέσω του Ησυχίου και του Λυκόφρονος διαδόθηκε [[περαιτέρω]]. Η [[υπόθεση]] ότι το -<i>δ</i>- του [[δαύω]] προέρχεται από ένα συνώνυμο [[ρήμα]], πιθ. το ομηρικό <i>έδραθον</i>, [[καθώς]] και η [[σύνδεση]] με αρχ. ινδ. <i>doš</i><i>ā</i>, αβεστ. <i>daoša</i>, δεν [[είναι]] πειστικές]. | |mltxt=[[δαύω]] (Α)<br />[[κοιμάμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί για την αρχική [[προέλευση]] του ρ. [[δαύω]] δεν [[είναι]] ευρύτερα αποδεκτές. Συνδέθηκε με το ρ. [[ιαύω]] «[[κοιμάμαι]]» και [[κυρίως]] <i>αύω</i> (=[[ιαύω]], στον επικό Νίκανδρο) λόγω της μορφολογικής τους ομοιότητας. Υπετέθη δηλ. ότι το <i>δαύοις</i> (στη [[Σαπφώ]]) [[είναι]] λανθασμένη [[γραφή]] του <i>δ</i>' <i>αύοις</i>, η οποία μέσω του Ησυχίου και του Λυκόφρονος διαδόθηκε [[περαιτέρω]]. Η [[υπόθεση]] ότι το -<i>δ</i>- του [[δαύω]] προέρχεται από ένα συνώνυμο [[ρήμα]], πιθ. το ομηρικό <i>έδραθον</i>, [[καθώς]] και η [[σύνδεση]] με αρχ. ινδ. <i>doš</i><i>ā</i>, αβεστ. <i>daoša</i>, δεν [[είναι]] πειστικές]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''δαύω''': [[ἰαύω]], κοιμῶμαι, Σαπφὼ 86· ἀόρ. ἔδαυσεν παρ' Ἡσυχ. Πρβλ. [[δαίω]] (Δ), τελ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |