Anonymous

διαυγάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=briller à travers.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[αὐγάζω]].
|btext=briller à travers.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[αὐγάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαυγάζω''': [[διαλάμπω]], [[λάμπω]] διὰ μέσου τινός, τινι Πλούτ. 2.893D· -διαυγάζει [[ἡμέρα]], ἀρχίζει νὰ ἀνατέλλῃ, ἔρχεται ἡ «[[αὐγή]]», Β’ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄,19· ἅμα τῷ διαυγάζειν Πολύβ. 3.104,5.
|elnltext=δι-αυγάζω stralen:. ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ totdat de dag haar licht verspreidt NT 2 Pet. 1.19.
}}
{{elru
|elrutext='''διαυγάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[светиться насквозь]], [[просвечивать]] (τῷ σχισμῷ Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (рас)светать: [[ἅμα]] τῷ δ. (sc. τὴν ἡμέραν) Polyb. с рассветом; [[ἕως]] οὗ [[ἡμέρα]] διαυγάσῃ NT пока не рассветет.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''διαυγάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διαλάμπω]], [[υποφώσκω]]· διαυγάζει [[ἡμέρα]], ανατέλλει η [[ημέρα]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''διαυγάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διαλάμπω]], [[υποφώσκω]]· διαυγάζει [[ἡμέρα]], ανατέλλει η [[ημέρα]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαυγάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[светиться насквозь]], [[просвечивать]] (τῷ σχισμῷ Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (рас)светать: [[ἅμα]] τῷ δ. (sc. τὴν ἡμέραν) Polyb. с рассветом; [[ἕως]] οὗ [[ἡμέρα]] διαυγάσῃ NT пока не рассветет.
|lstext='''διαυγάζω''': [[διαλάμπω]], [[λάμπω]] διὰ μέσου τινός, τινι Πλούτ. 2.893D· -διαυγάζει [[ἡμέρα]], ἀρχίζει νὰ ἀνατέλλῃ, ἔρχεται ἡ «[[αὐγή]]», Β’ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄,19· ἅμα τῷ διαυγάζειν Πολύβ. 3.104,5.
}}
{{elnl
|elnltext=δι-αυγάζω stralen:. ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ totdat de dag haar licht verspreidt NT 2 Pet. 1.19.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj