Anonymous

διαρκής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> suffisant ; <i>particul.</i> qui suffit aux besoins (des habitants);<br /><b>2</b> qui se soutient, qui dure.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀρκέω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> suffisant ; <i>particul.</i> qui suffit aux besoins (des habitants);<br /><b>2</b> qui se soutient, qui dure.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀρκέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαρκής''': -ές, [[ἀρκετός]], [[ἱκανός]], [[ἐπαρκής]], [[sufficiens]], [[χώρα]] Θουκ. 1. 15· [[τροφή]] Ἀριστ. . Ζ. 9. 40, 36· δ. [[πρός]] τι Διον. Ἁλ. 4. 23, κτλ. 2) [[συνεχής]], [[μόνιμος]], διαρκὴς (χρονικ.), durans, [[ὠφέλεια]] Δημ. 37. 28· ἐπὶ πολὺ Διον. Ἁλ. 6. 54·― ὑπερθ. διαρκέστατος Παυσ. 6. 13, 3.― Ἐπίρρ. -κῶς, ὑπερθ. διαρκέστατα ζῆν Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 6.
|elnltext=διαρκής -ές [διαρκέω] voldoende, toereikend. langdurig, bestendig, volhoudend.
}}
{{elru
|elrutext='''διαρκής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[достаточный]] (χρήματα καὶ [[σῖτος]] Thuc.; [[ὠφέλεια]] Dem.; [[τροφή]] Arst.; δ. εἰς ἅπαντα Plut.): δ. πρὸς ἄμυναν Plut. могущий отразить (врагов);<br /><b class="num">2)</b> [[длительный]], [[продолжительный]] (ὑετοί, [[ἔρως]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διαρκής:''' -ές,<br /><b class="num">1.</b> [[αρκετός]], [[επαρκής]], [[υπεραρκετός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνεχής]], [[μόνιμος]], [[διαρκής]], [[αδιάκοπος]], [[επίμονος]], [[εξακολουθητικός]], σε Δημ.· επίρρ. -[[κῶς]], υπερθ. [[διαρκέστατα]], επαρκώς, αρκετά, ικανοποιητικά, σε Ξεν.
|lsmtext='''διαρκής:''' -ές,<br /><b class="num">1.</b> [[αρκετός]], [[επαρκής]], [[υπεραρκετός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνεχής]], [[μόνιμος]], [[διαρκής]], [[αδιάκοπος]], [[επίμονος]], [[εξακολουθητικός]], σε Δημ.· επίρρ. -[[κῶς]], υπερθ. [[διαρκέστατα]], επαρκώς, αρκετά, ικανοποιητικά, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαρκής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[достаточный]] (χρήματα καὶ [[σῖτος]] Thuc.; [[ὠφέλεια]] Dem.; [[τροφή]] Arst.; δ. εἰς ἅπαντα Plut.): δ. πρὸς ἄμυναν Plut. могущий отразить (врагов);<br /><b class="num">2)</b> [[длительный]], [[продолжительный]] (ὑετοί, [[ἔρως]] Plut.).
|lstext='''διαρκής''': -ές, [[ἀρκετός]], [[ἱκανός]], [[ἐπαρκής]], [[sufficiens]], [[χώρα]] Θουκ. 1. 15· [[τροφή]] Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 40, 36· δ. [[πρός]] τι Διον. Ἁλ. 4. 23, κτλ. 2) [[συνεχής]], [[μόνιμος]], διαρκὴς (χρονικ.), durans, [[ὠφέλεια]] Δημ. 37. 28· ἐπὶ πολὺ Διον. Ἁλ. 6. 54·― ὑπερθ. διαρκέστατος Παυσ. 6. 13, 3.― Ἐπίρρ. -κῶς, ὑπερθ. διαρκέστατα ζῆν Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 6.
}}
{{elnl
|elnltext=διαρκής -ές [διαρκέω] voldoende, toereikend. langdurig, bestendig, volhoudend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj