Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διανταῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> qui frappe droit à travers (arme, coup, blessure);<br /><b>2</b> qui ne se laisse pas dévier, inflexible (sort, destinée).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀντί]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> qui frappe droit à travers (arme, coup, blessure);<br /><b>2</b> qui ne se laisse pas dévier, inflexible (sort, destinée).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀντί]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διανταῖος''': , -ον, ἐκτεινόμενος ἀπ᾿ ἄκρου ἕως ἄκρου, δι᾿ ὅλης τῆς γραμμῆς· ἐπὶ ἐπιδέσμων ἐκτεινομένων καθ᾿ ὅλον τὸ [[μῆκος]] τῆς ῥάχεως, Ἱππ. Ἄρθρ. 809· ἀκριβῶς διὰ μέσου, διανταία [[πληγή]], καίριον [[τραῦμα]], Αἰσχύλ. Θήβ. 894· οὕτω, διανταίαν οὐτᾶν ὁ αὐτ. Χο. 640· δ. βέλει [[αὐτόθι]] 184· ὀδύνα Εὐρ. Ἴωνι 767· - [[μοῖρα]] δ., [[ἀμετάβλητος]], [[ἀδυσώπητος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 334. - Ἐπίρρ. -ως, Ἄντυλλ. (Ὀρειβ. 3, 618).
|elnltext=διανταῖος -α -ον, f. ook -ος [δίαντα] doordringend, vlijmscherp:; βέλος zwaard Aeschl. Ch. 184; adv. διανταίαν dwars doormidden, diep:; διανταίαν... πεπλαγμένους diepgeraakt Aeschl. Sept. 895; overdr. meedogenloos, genadeloos, stekend:. Μοῖρα Lot Aeschl. Eum. 334. (die zich uitstrekt) over de hele lengte:. τόνοι νευρώδεες pezen Hp. Art. 45.
}}
{{elru
|elrutext='''διανταῖος:''' и<br /><b class="num">1)</b> [[поражающий навылет]], [[пронзающий насквозь]] ([[βέλος]] Aesch.; [[πληγή]] Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[пронизывающий]], [[пронзительный]] (ὀδύνα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[неумолимый]], [[беспощадный]] ([[μοῖρα]] Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διανταῖος:''' -α, -ον, αυτός που εκτείνεται από [[άκρη]] σε [[άκρη]], αυτός που βρίσκεται [[ολότελα]] στη [[μέση]], διαπερνά [[ολωσδιόλου]]· διανταία [[πληγή]], καίριο [[πλήγμα]], [[τραύμα]], σε Αισχύλ.· ομοίως, <i>διανταίαν οὐτᾶν</i>, στον ίδ.· δ. [[βέλος]], στον ίδ.· <i>ὀδύνα</i>, σε Ευρ.· μεταφ., [[μοῖρα]] δ., που είναι αδυσώπητη, που πλήττει καίρια, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''διανταῖος:''' -α, -ον, αυτός που εκτείνεται από [[άκρη]] σε [[άκρη]], αυτός που βρίσκεται [[ολότελα]] στη [[μέση]], διαπερνά [[ολωσδιόλου]]· διανταία [[πληγή]], καίριο [[πλήγμα]], [[τραύμα]], σε Αισχύλ.· ομοίως, <i>διανταίαν οὐτᾶν</i>, στον ίδ.· δ. [[βέλος]], στον ίδ.· <i>ὀδύνα</i>, σε Ευρ.· μεταφ., [[μοῖρα]] δ., που είναι αδυσώπητη, που πλήττει καίρια, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διανταῖος:''' и<br /><b class="num">1)</b> [[поражающий навылет]], [[пронзающий насквозь]] ([[βέλος]] Aesch.; [[πληγή]] Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[пронизывающий]], [[пронзительный]] (ὀδύνα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[неумолимый]], [[беспощадный]] ([[μοῖρα]] Aesch.).
|lstext='''διανταῖος''': -α, -ον, ἐκτεινόμενος ἀπ᾿ ἄκρου ἕως ἄκρου, δι᾿ ὅλης τῆς γραμμῆς· ἐπὶ ἐπιδέσμων ἐκτεινομένων καθ᾿ ὅλον τὸ [[μῆκος]] τῆς ῥάχεως, Ἱππ. Ἄρθρ. 809· ἀκριβῶς διὰ μέσου, διανταία [[πληγή]], καίριον [[τραῦμα]], Αἰσχύλ. Θήβ. 894· οὕτω, διανταίαν οὐτᾶν ὁ αὐτ. Χο. 640· δ. βέλει [[αὐτόθι]] 184· ὀδύνα Εὐρ. Ἴωνι 767· - [[μοῖρα]] δ., [[ἀμετάβλητος]], [[ἀδυσώπητος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 334. - Ἐπίρρ. -ως, Ἄντυλλ. (Ὀρειβ. 3, 618).
}}
{{elnl
|elnltext=διανταῖος -α -ον, f. ook -ος [δίαντα] doordringend, vlijmscherp:; βέλος zwaard Aeschl. Ch. 184; adv. διανταίαν dwars doormidden, diep:; διανταίαν... πεπλαγμένους diepgeraakt Aeschl. Sept. 895; overdr. meedogenloos, genadeloos, stekend:. Μοῖρα Lot Aeschl. Eum. 334. (die zich uitstrekt) over de hele lengte:. τόνοι νευρώδεες pezen Hp. Art. 45.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δι-ανταῖος, η, ον <i>adj</i><br />extending [[throughout]], [[right]] [[through]], διανταία [[πληγή]] a [[home]]- [[thrust]], Aesch.; so, διανταίαν οὐτᾶν Aesch.; δ. [[βέλος]] Aesch.; ὀδύνα Eur.:—metaph., [[μοῖρα]] δ. [[destiny]] that strikes [[home]], Aesch.
|mdlsjtxt=δι-ανταῖος, η, ον <i>adj</i><br />extending [[throughout]], [[right]] [[through]], διανταία [[πληγή]] a [[home]]- [[thrust]], Aesch.; so, διανταίαν οὐτᾶν Aesch.; δ. [[βέλος]] Aesch.; ὀδύνα Eur.:—metaph., [[μοῖρα]] δ. [[destiny]] that strikes [[home]], Aesch.
}}
}}