Anonymous

δωροφόρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ος, ον :<br />qui apporte des présents ; <i>particul.</i> tributaire.<br />'''Étymologie:''' [[δῶρον]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui apporte des présents ; <i>particul.</i> tributaire.<br />'''Étymologie:''' [[δῶρον]], [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δωροφόρος''': -ον, φέρων δῶρα, Πίνδ. Π. 5. 116· ὑποτελεῖς φόρου, ὡς οἱ Μαριανδυνοὶ ἐκαλοῦντο ἐν σχέσει πρὸς τοὺς Ἡρακλεώτας, Εὐφορ. Ἀποσπ. 73· δ. καρπῶν Ἀνθ. ΙΙ. παραρτ. 15.
|elnltext=δωροφόρος -ον [δῶρον, φέρω] geschenken brengend.
}}
{{elru
|elrutext='''δωροφόρος:''' Pind. = [[δωροφορικός]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''δωροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρνει τα δώρα, σε Πίνδ., Ανθ.
|lsmtext='''δωροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρνει τα δώρα, σε Πίνδ., Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δωροφόρος:''' Pind. = [[δωροφορικός]].
|lstext='''δωροφόρος''': -ον, φέρων δῶρα, Πίνδ. Π. 5. 116· ὑποτελεῖς φόρου, ὡς οἱ Μαριανδυνοὶ ἐκαλοῦντο ἐν σχέσει πρὸς τοὺς Ἡρακλεώτας, Εὐφορ. Ἀποσπ. 73· δ. καρπῶν Ἀνθ. ΙΙ. παραρτ. 15.
}}
{{elnl
|elnltext=δωροφόρος -ον [δῶρον, φέρω] geschenken brengend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δωρο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[bringing]] presents, Pind., Anth.
|mdlsjtxt=δωρο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[bringing]] presents, Pind., Anth.
}}
}}