Anonymous

διαπρέπω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> <i>intr.</i> se faire remarquer, briller : τινί, [[ἐπί]] τινι, ἔν τινι se distinguer par qch, en qch ; δ. τινός τινι l'emporter sur qqn par qch;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> travestir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πρέπω]].
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> <i>intr.</i> se faire remarquer, briller : τινί, [[ἐπί]] τινι, ἔν τινι se distinguer par qch, en qch ; δ. τινός τινι l'emporter sur qqn par qch;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> travestir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πρέπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαπρέπω''': φαίνομαι [[ἔξοχος]] ἢ [[ἐπιφανής]], [[ἐπίσημος]], [[προσβάλλω]] τὴν ὅρασιν, κινῶ εἰς θαυμασμόν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 351, Πίνδ. Ο. 1. 3· διαπρέπον κακὸν ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου διορθοῖ ζαπρέπον, ἴδε ἐν λ. ζά), Αἰσχύλ. Πέρσ. 1006. 2) [[ἐξέχω]] ὑπέρ τινα· μετὰ γεν., δ. πάντων ἀψυχίᾳ Εὐρ. Ἀλκ. 642· [[ὡσαύτως]] ἔν ἢ ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 9. 513, Λουκ. Ὀρχ. 9. ΙΙ. μετ’ αἰτιατ. πράγμ., διακοσμῶ, Εὐρ. παρὰ Πλάτ. Γοργ. 485Ε.
|elnltext=δια-πρέπω uitblinken:; χρυσός... διαπρέπει goud blinkt boven alles uit Pind. O. 1.2; met gen. comp. en dat.:; πάντων διαπρέπεις ἀψυχίᾳ jij blinkt uit boven allen in lafheid Eur. Alc. 642; met ἐν:. ἐν τῇ ὀρχηστικῇ δ. in het dansen uitblinken Luc. 45.9. passend zijn:. τέχνη... κτητικὴ λεχθεῖσα ἂν διαπρέψειεν het zou passend zijn als het verwervingskunst genoemd werd Plat. Sph. 219c.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπρέπω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[выдаваться]], [[выделяться]], [[быть заметным]] (νυκτί Pind.; τινί Plut., ἐπί τινι Luc. и ἔν τινι HH, Anth.): ἐγνώσθη τῷ λόφῳ διαπρέποντι Plut. он был узнан по своеобразному гребню шлема; πάντων δ. τινί Eur. превосходить всех в чем-л. или чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[украшать]] (φύσιν ψυχῆς μειρακιώδει μορφώματι Eur. ap. Plat.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''διαπρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ξεχωρίζω]], διακρίνομαι, [[εξέχω]], [[διαπρέπω]], «[[χτυπώ]] στο [[μάτι]]» (είμαι δηλ. [[ευδιάκριτος]], [[καταφανής]], [[χαρακτηριστικός]]), σε Ομηρ. Ύμν.· διαπρέπον [[κακόν]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι πιο [[επιφανής]] από άλλους, [[αριστεύω]], με γεν., σε Ευρ.
|lsmtext='''διαπρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ξεχωρίζω]], διακρίνομαι, [[εξέχω]], [[διαπρέπω]], «[[χτυπώ]] στο [[μάτι]]» (είμαι δηλ. [[ευδιάκριτος]], [[καταφανής]], [[χαρακτηριστικός]]), σε Ομηρ. Ύμν.· διαπρέπον [[κακόν]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι πιο [[επιφανής]] από άλλους, [[αριστεύω]], με γεν., σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαπρέπω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[выдаваться]], [[выделяться]], [[быть заметным]] (νυκτί Pind.; τινί Plut., ἐπί τινι Luc. и ἔν τινι HH, Anth.): ἐγνώσθη τῷ λόφῳ διαπρέποντι Plut. он был узнан по своеобразному гребню шлема; πάντων δ. τινί Eur. превосходить всех в чем-л. или чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[украшать]] (φύσιν ψυχῆς μειρακιώδει μορφώματι Eur. ap. Plat.).
|lstext='''διαπρέπω''': φαίνομαι [[ἔξοχος]] ἢ [[ἐπιφανής]], [[ἐπίσημος]], [[προσβάλλω]] τὴν ὅρασιν, κινῶ εἰς θαυμασμόν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 351, Πίνδ. Ο. 1. 3· διαπρέπον κακὸν ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου διορθοῖ ζαπρέπον, ἴδε ἐν λ. ζά), Αἰσχύλ. Πέρσ. 1006. 2) [[ἐξέχω]] ὑπέρ τινα· μετὰ γεν., δ. πάντων ἀψυχίᾳ Εὐρ. Ἀλκ. 642· [[ὡσαύτως]] ἔν ἢ ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 9. 513, Λουκ. Ὀρχ. 9. ΙΙ. μετ’ αἰτιατ. πράγμ., διακοσμῶ, Εὐρ. παρὰ Πλάτ. Γοργ. 485Ε.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-πρέπω uitblinken:; χρυσός... διαπρέπει goud blinkt boven alles uit Pind. O. 1.2; met gen. comp. en dat.:; πάντων διαπρέπεις ἀψυχίᾳ jij blinkt uit boven allen in lafheid Eur. Alc. 642; met ἐν:. ἐν τῇ ὀρχηστικῇ δ. in het dansen uitblinken Luc. 45.9. passend zijn:. τέχνη... κτητικὴ λεχθεῖσα ἂν διαπρέψειεν het zou passend zijn als het verwervingskunst genoemd werd Plat. Sph. 219c.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br /><b class="num">1.</b> to [[appear]] [[prominent]] or [[conspicuous]], to [[strike]] the eye, Hhymn.; διαπρέπον [[κακόν]] Aesch.<br /><b class="num">2.</b> to be [[eminent]] [[above]] others, c. gen., Eur.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br /><b class="num">1.</b> to [[appear]] [[prominent]] or [[conspicuous]], to [[strike]] the eye, Hhymn.; διαπρέπον [[κακόν]] Aesch.<br /><b class="num">2.</b> to be [[eminent]] [[above]] others, c. gen., Eur.
}}
}}