3,274,916
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> faire voir à travers, laisser entrevoir;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se laisser entrevoir, se faire voir, se montrer ; ἠὼς διέφαινε HDT l'aurore commençait à paraître;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαφαίνομαι (<i>f.</i> διαφανοῦμαι <i>ou</i> διαφανήσομαι);<br /><b>1</b> se laisser voir entre : νεκύων IL entre les cadavres;<br /><b>2</b> se laisser voir à travers (une substance transparente);<br /><b>3</b> brûler en jetant une lueur brillante;<br /><b>4</b> se montrer clairement, être <i>ou</i> devenir évident;<br /><b>5</b> briller, se distinguer entre tous.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[φαίνω]]. | |btext=<b>1</b> <i>tr.</i> faire voir à travers, laisser entrevoir;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se laisser entrevoir, se faire voir, se montrer ; ἠὼς διέφαινε HDT l'aurore commençait à paraître;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαφαίνομαι (<i>f.</i> διαφανοῦμαι <i>ou</i> διαφανήσομαι);<br /><b>1</b> se laisser voir entre : νεκύων IL entre les cadavres;<br /><b>2</b> se laisser voir à travers (une substance transparente);<br /><b>3</b> brûler en jetant une lueur brillante;<br /><b>4</b> se montrer clairement, être <i>ou</i> devenir évident;<br /><b>5</b> briller, se distinguer entre tous.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[φαίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=δια-φαίνω, Dor. aor. διέφανα act. met acc., causat. doen verschijnen, laten schijnen, tonen:. ἀώς... καλὸν διέφανε πρόσωπον de dageraad liet haar fraaie gelaat schijnen Theocr. 18.26; διέφαινεν... ἡ ἀκμὴ τὸ γεραρὸν καὶ τὸ βασιλικὸν τοῦ ἤθους zijn rijpe jeugd toonde het eerbiedwaardige en koninklijke van zijn karakter Plut. Pomp. 2.1. intrans. stralen, zichtbaar zijn:. διαφαινούσης ἡμέρης toen de dageraad gloorde Hdt. 7.219.1; τὸ μεγαλοπρές... διὰ τοῦ προσώπου... διαφαίνει waardigheid straalt van het gelaat af Xen. Mem. 3.10.5. pass. intrans. verschijnen, zichtbaar worden:; νεκύων διεφαίνετο χῶρος de grond werd zichtbaar tussen de lijken Il. 10.199; διὰ λεπτῶν... ὑμένων ὁ ἀήρ διαφαίνεται de lucht wordt zichtbaar door de dunne membranen heen Hp. Flat. 14; ἐν... τῇ στήλῃ ἐνεὼν διαφαίνεται ὁ νέκυς het lijk is goed zichtbaar in de zuil Hdt. 3.24.3; φασὶ παιδὸς ὄντος αὐτοῦ διαφαίνεσθαι χάριεν ἦθος men zegt dat toen hij jong was een aangenaam karakter zichtbaar was Plut. Alex. 77.8; schitteren:; διεφαίνετο δ’ αἰνῶς hij verspreidde een felle gloed Od. 9.379; doorzichtig zijn; overdr.: duidelijk... zijn, blijken te zijn:. δυνάμει γὰρ ταῦτα μέγιστα διεφάνη want (die steden) waren duidelijk in kracht de machtigste gebleken Thuc. 1.18.2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαφαίνω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[показывать]], [[являть]], [[обнаруживать]] (λευκότητα Arst.; καλὸν [[πρόσωπον]] Theocr.; τὰς ἑαυτῶν [[φύσεις]] Polyb.; ἀλκὴν καὶ [[φρόνημα]] Plut.): [[ὥσπερ]] [[ἀστραπὴ]] διαφαίνων Plut. сверкающий как молния; διά τινος δ. Xen. просвечивать сквозь что-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[ярко пылать]] (διέφαινε - [[varia lectio|v.l.]] διέφᾱνε [[πυρά]] Pind.);<br /><b class="num">3)</b> (рас)светать (ἠὼς διέφαινε Her.): τῆς ἡμέρας διαφαινούσης Polyb. с рассветом;<br /><b class="num">4)</b> med.-pass. [[быть заметным]], [[показываться]], [[виднеться]] (ἐν μέσῃ τῇ στήλῃ Her.): ὅτι νεκύων διεφαίνετο [[χῶρος]] Her. там, где земля была свободна от трупов;<br /><b class="num">5)</b> med.-pass. [[просвечивать]], [[быть прозрачным]] (τὸ μὲν διαφαινόμενον [[λευκόν]], τὸ δὲ μὴ διαφαινόμενον [[μέλαν]] Arst.);<br /><b class="num">6)</b> med.-pass. [[быть раскаленным]] (ὁ μόχλος διεφαίνετο Hom.);<br /><b class="num">7)</b> med.-pass. [[отличаться]], [[выделяться]] (δυνάμει Thuc.). | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''διαφαίνω:''' μέλ. <i>-φᾰνῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] να διαφανεί, [[φανερώνω]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ. αόρ. βʹ -εφάνην [ᾰ], εμφανίζομαι ή [[διαφαίνομαι]], νεκύων δ. [[χῶρος]], φαινόταν [[καθαρός]] ο [[τόπος]] από νεκρά σώματα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, αυτό το οποίο διαφαίνεται [[πίσω]] από ένα διάφανο υλικό, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[γυαλίζω]], [[λάμπω]], είμαι πυρόχρωμος, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., είμαι [[πασίδηλος]], [[αυταπόδεικτος]], σε Θουκ.· είμαι [[επιφανής]] [[ανάμεσα]] σε άλλους, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> απόλ., στην Ενεργ., διαφαίνεται το φως, χαράζει, ανατέλλει, [[ἡμέρα]], <i>ἠὼς διέφαινε</i>, σε Ηρόδ.· μεταφ., [[λαμποκοπώ]] [[ανάμεσα]] σε, σε Ξεν. | |lsmtext='''διαφαίνω:''' μέλ. <i>-φᾰνῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] να διαφανεί, [[φανερώνω]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ. αόρ. βʹ -εφάνην [ᾰ], εμφανίζομαι ή [[διαφαίνομαι]], νεκύων δ. [[χῶρος]], φαινόταν [[καθαρός]] ο [[τόπος]] από νεκρά σώματα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, αυτό το οποίο διαφαίνεται [[πίσω]] από ένα διάφανο υλικό, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[γυαλίζω]], [[λάμπω]], είμαι πυρόχρωμος, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., είμαι [[πασίδηλος]], [[αυταπόδεικτος]], σε Θουκ.· είμαι [[επιφανής]] [[ανάμεσα]] σε άλλους, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> απόλ., στην Ενεργ., διαφαίνεται το φως, χαράζει, ανατέλλει, [[ἡμέρα]], <i>ἠὼς διέφαινε</i>, σε Ηρόδ.· μεταφ., [[λαμποκοπώ]] [[ανάμεσα]] σε, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''διαφαίνω''': μέλλ. -φᾰνῶ· - δεικνύω διὰ μέσου, ποιῶ φανερόν, τὴν λευκότητα δ. Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 2. 2, 6· ἀὼς καλὸν διέφαιγε [[πρόσωπον]] Θεόκρ. 18. 26· δ. τὰς ἑαυτῶν [[φύσεις]] Πολύβ. 12. 24, 1. ΙΙ. Μέσ., φαίνομαι διὰ μέσου, νεκύων δ. [[χῶρος]], ἐφαίνετο καθαρὸς ἀπὸ νεκρῶν πτωμάτων, Ἰλ. 8, 491· [[μέλαν]] τὸ μὴ διαφαινόμενον Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 3. 5, 34, πρβλ. Προβλ. 28. 41. 2) [[λάμπω]], εἶμαι ἐρυθρὸς ἐκ τῆς θερμότητος, ὡς ἐπὶ σιδήρου, ἄνθρακος ἢ ξύλου ἀνημμένου, κτλ., μοχλὸς διεφαίνετο αἰνῶς Ὀδ. Ι. 379· πρβλ. διαφανὴς Ι. 2. 3) μεταφ., ἀποδείκνυμαι, φαίνομαι, Πίνδ. Ν. 3. 123, πρβλ. Θουκ. 2. 51· εἶμαι ἐμφανὴς ἢ [[ἐπίσημος]] μεταξὺ ἄλλων, ὁ αὐτ. 1. 18. ΙΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., δεικνύω φῶς διὰ μέσου, εἶμαι [[διαφανής]], Φιλήμ. Συνεφ. 1· [[διαυγάζω]], [[ἀνατέλλω]], [[ἡμέρα]], ἠὼς διέφαινε Ἡρόδ. 7. 219., 8. 83· καὶ μεταφ., [[διαλάμπω]], [[λάμπω]] διὰ μέσου, τὸ μεγαλοπρεπὲς διαφαίνει Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 5· πυρὰ διέφᾱνε (Δωρ. ἀόρ. α΄), Πίνδ. Π. 3. 78. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -φᾰνῶ<br /><b class="num">I.</b> to [[show]] [[through]], let a [[thing]] be [[seen]] [[through]], Theocr.<br /><b class="num">II.</b> Pass., aor2 -εφάνην [ᾰ], to [[appear]] or [[show]] [[through]], νεκύων δ. [[χῶρος]] showed [[clear]] of [[dead]] bodies, Il.; of things [[seen]] [[through]] a [[transparent]] [[substance]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[glow]], to be red-hot, Od.<br /><b class="num">3.</b> metaph. to be proved, [[show]] itself, Thuc.: to be [[conspicuous]] [[among]] others, Thuc.<br /><b class="num">III.</b> absol. in Act. to [[show]] [[light]] [[through]], to [[dawn]], [[ἡμέρα]], ἠὼς διέφαινε Hdt.: metaph. to [[shine]] [[through]], Xen. | |mdlsjtxt=fut. -φᾰνῶ<br /><b class="num">I.</b> to [[show]] [[through]], let a [[thing]] be [[seen]] [[through]], Theocr.<br /><b class="num">II.</b> Pass., aor2 -εφάνην [ᾰ], to [[appear]] or [[show]] [[through]], νεκύων δ. [[χῶρος]] showed [[clear]] of [[dead]] bodies, Il.; of things [[seen]] [[through]] a [[transparent]] [[substance]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[glow]], to be red-hot, Od.<br /><b class="num">3.</b> metaph. to be proved, [[show]] itself, Thuc.: to be [[conspicuous]] [[among]] others, Thuc.<br /><b class="num">III.</b> absol. in Act. to [[show]] [[light]] [[through]], to [[dawn]], [[ἡμέρα]], ἠὼς διέφαινε Hdt.: metaph. to [[shine]] [[through]], Xen. | ||
}} | }} |