Anonymous

διαδιδράσκω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<i>part. ao.</i> [[διαδράς]];<br />s'enfuir : δ. τινα échapper à qqn en fuyant.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[διδράσκω]].
|btext=<i>part. ao.</i> [[διαδράς]];<br />s'enfuir : δ. τινα échapper à qqn en fuyant.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[διδράσκω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαδιδράσκω''': μέλλ. -δράσομαι· Ἰων. διαδιδρήσκω, -δρήσομαι: ἀόρ. β΄ -έδραν· πρκμ. δέδρᾱκα· - [[ἐκφεύγω]], [[φεύγω]] [[μακράν]], [[δραπετεύω]], Ἡρόδ. 8. 75, κ. ἀλλ.· διαδεδρακότες, οἱ διαφυγόντες, Ἀριστοφ. Ἀχ. 601. 2) μετ’ αἰτ., [[φεύγω]] τι, [[φεύγω]] [[μακράν]] τινος, [[ἐκφεύγω]], τινὰ Ἡρόδ. 3. 135.
|elnltext=δια-διδράσκω praes. weglopen, proberen te ontsnappen:; ( γυναῖκες ) διαδιδράσκουσι (de vrouwen) proberen te ontsnappen Aristoph. Lys. 719; aor. ontsnappen:. ἢν μὴ περιίδητε διαδράντας αὐτούς als jullie het niet laten gebeuren dat zij ontsnappen Hdt. 8.75.4.
}}
{{elru
|elrutext='''διαδιδράσκω:''' ион. διαδιδρήσκω (ион. fut. διαδρήσομαι) разбегаться, убегать (νεανίαι διαδεδρακότες Arph.; ἐκ τοῦ στρατοπέδου Plut.): δ. τινά Her. убегать от кого-л.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διαδιδράσκω:''' μέλ. -[[δράσομαι]], Ιων. διαδιδρήσκω, <i>-δρήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδραν</i>, παρακ. <i>-δέδρᾱκα</i>·<br /><b class="num">1.</b> τρέπομαι σε [[φυγή]], [[ξεφεύγω]], [[δραπετεύω]], σε Ηρόδ.· <i>διαδεδρακότες</i>, φυγόπονοι, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[ξεφεύγω]] από, [[δραπετεύω]] από, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''διαδιδράσκω:''' μέλ. -[[δράσομαι]], Ιων. διαδιδρήσκω, <i>-δρήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδραν</i>, παρακ. <i>-δέδρᾱκα</i>·<br /><b class="num">1.</b> τρέπομαι σε [[φυγή]], [[ξεφεύγω]], [[δραπετεύω]], σε Ηρόδ.· <i>διαδεδρακότες</i>, φυγόπονοι, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[ξεφεύγω]] από, [[δραπετεύω]] από, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαδιδράσκω:''' ион. διαδιδρήσκω (ион. fut. διαδρήσομαι) разбегаться, убегать (νεανίαι διαδεδρακότες Arph.; ἐκ τοῦ στρατοπέδου Plut.): δ. τινά Her. убегать от кого-л.
|lstext='''διαδιδράσκω''': μέλλ. -δράσομαι· Ἰων. διαδιδρήσκω, -δρήσομαι: ἀόρ. β΄ -έδραν· πρκμ. δέδρᾱκα· - [[ἐκφεύγω]], [[φεύγω]] [[μακράν]], [[δραπετεύω]], Ἡρόδ. 8. 75, κ. ἀλλ.· διαδεδρακότες, οἱ διαφυγόντες, Ἀριστοφ. Ἀχ. 601. 2) μετ’ αἰτ., [[φεύγω]] τι, [[φεύγω]] [[μακράν]] τινος, [[ἐκφεύγω]], τινὰ Ἡρόδ. 3. 135.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-διδράσκω praes. weglopen, proberen te ontsnappen:; ( γυναῖκες ) διαδιδράσκουσι (de vrouwen) proberen te ontsnappen Aristoph. Lys. 719; aor. ontsnappen:. ἢν μὴ περιίδητε διαδράντας αὐτούς als jullie het niet laten gebeuren dat zij ontsnappen Hdt. 8.75.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[δράσομαι]] ionic διαδιδρήσκω ionic -δρήσομαι aor2 -έδραν perf. -δέδρᾱκα<br /><b class="num">1.</b> to run off, get [[away]], [[escape]], Hdt.; διαδεδρακότες shirkers, Ar.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. to run [[away]] from, [[escape]] from, Hdt.
|mdlsjtxt=fut. -[[δράσομαι]] ionic διαδιδρήσκω ionic -δρήσομαι aor2 -έδραν perf. -δέδρᾱκα<br /><b class="num">1.</b> to run off, get [[away]], [[escape]], Hdt.; διαδεδρακότες shirkers, Ar.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. to run [[away]] from, [[escape]] from, Hdt.
}}
}}