Anonymous

διασκευάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<i>f.</i> διασκευάσω, <i>etc.</i><br />revêtir : τινα [[βασιλικῶς]] LUC qqn des insignes de la royauté ; <i>Pass.</i> [[ἄνδρες]] [[εἰς]] Σατύρους διεσκευασμένοι PLUT hommes déguisés en satyres ; <i>abs.</i> διασκευάζειν τινὰ [[εἰς]] τὴν πρᾶξιν PLUT préparer <i>litt.</i> arranger, vêtir qqn pour l'action;<br /><i><b>Moy.</b></i> διασκευάζομαι s'arranger, faire ses préparatifs : πρὸς τοὺς δικαστάς XÉN prendre ses dispositions auprès de ses juges, <i>càd</i> tâcher de les corrompre.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σκευάζω]].
|btext=<i>f.</i> διασκευάσω, <i>etc.</i><br />revêtir : τινα [[βασιλικῶς]] LUC qqn des insignes de la royauté ; <i>Pass.</i> [[ἄνδρες]] [[εἰς]] Σατύρους διεσκευασμένοι PLUT hommes déguisés en satyres ; <i>abs.</i> διασκευάζειν τινὰ [[εἰς]] τὴν πρᾶξιν PLUT préparer <i>litt.</i> arranger, vêtir qqn pour l'action;<br /><i><b>Moy.</b></i> διασκευάζομαι s'arranger, faire ses préparatifs : πρὸς τοὺς δικαστάς XÉN prendre ses dispositions auprès de ses juges, <i>càd</i> tâcher de les corrompre.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σκευάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διασκευάζω''': μέλλ. -άσω, τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν, ἑτοιμάζω, τι Πολύβ. 15. 27, 9. ΙΙ. [[ἐφοδιάζω]], [[στολίζω]], τινὰ βασιλικῶς Λουκ. Νεκ. 16. ‒ Παθ., εἰς Σατύρους διεσκευασμένοι, ἐνδεδυμένοι ὡς…, Πλούτ. Ἀντων. 24, κτλ.‒ Μέσ., δι᾿ ἐμαυτὸν [[ἑτοιμάζω]], προνοῶ, [[προμηθεύομαι]], τὰ ἄλλα... ὡς ἐς τὸν πλοῦν Θουκ. 4. 38.· ὁπλίζομαι, ἑτοιμάζομαι, ὡς εἰς μάχην Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 19· [[πρός]] τι Δείναρχ. 99. 14· διασκευάσασθαι πρὸς τοὺς δικαστάς, παρα-[[σκευάζω]] ὅλα μου τὰ τεχνάσματα [[ἀπέναντι]] τῶν δικαστῶν (πρὸς διαφθορὰν αὐτῶν), Ξεν. Ἀθην. 3, 7. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διασκευασάμενος τὴν οὐσίαν, διαθέσας τὴν περιουσίαν του, Δημ. 845. 13. ΙV. ἐπιθεωρῶ (καὶ [[ἐπεξεργάζομαι]]) [[ἔργον]] πρὸς δημοσίευσιν, Λατ. recensere· ‒ [[ἐντεῦθεν]] διασκευαστής, οῦ, ὁ, ὁ κριτικὸς διορθωτὴς ποιήματος, ὁ καὶ ἐπεξεργαζόμενος καὶ ἴδια παρεισάγων, πρβλ. Wolf Προλεγ. cli., Lehrs Aristarch. 349 κἑξ., Nitzsch Od. iii. σ. 310, ἴδε ἑπομ. ΙΙ, καὶ ἐπιδιασκευάζω.
|elnltext=δια-σκευάζω act. volledig uitrusten; verkleden:; βασιλικῶς δ. (iem.) als koning verkleden Luc. 38.16; pass.: εἰς Σατύρους καὶ Πᾶνας … διεσκευασμένοι verkleed als Satyrs en Pans Plut. Ant. 24.4. med., met acc. (voor zichzelf) (helemaal) voorbereiden, gereedmaken: τἆλλα de rest Thuc. 4.38.4 direct reflexief med. zich (helemaal) voorbereiden, zich gereedmaken:; διασκευάζεσθαι ὡς εἰς μάχην zich gereed te maken als voor de strijd Xen. Hell. 4.2.19; perf. voorbereid zijn, gereed staan.
}}
{{elru
|elrutext='''διασκευάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[приводить в порядок]], [[приготовлять]] (τὰ ὄργανα πρός τι Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[подготовлять]] (τινὰ ἐπὶ или εἰς τὴν πρᾶξιν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[наряжать]] (τινὰ [[βασιλικῶς]] Luc.; γυναῖκες [[πολυτελῶς]] διεσχευασμέναι Polyb.; [[ἄνδρες]] εἰς Σατύρους διεσκευασμένοι Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[снаряжать]] (ὁπλῖται διεσκευασμένοι Arst.; ἱππεῖς διασκευασάμενοι Plat.);<br /><b class="num">5)</b> med. [[снаряжаться]] (ἐς πλοῦν Thuc.; εἰς μάχην Xen.);<br /><b class="num">6)</b> [[обрабатывать]], [[редактировать]] (τὰς βίβλους Diod.);<br /><b class="num">7)</b> med. ирон. устраиваться, принимать меры: δ. πρὸς τὰς δικαστάς Xen. стараться привлечь судей на свою сторону; διασκευάσασθαι τὴν οὐσίαν Dem. промотать свое состояние.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διασκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τακτοποιώ]], [[βάζω]] σε [[τάξη]], [[εξοπλίζω]], [[προετοιμάζω]], σε Λουκ. — Παθ., μτχ. παρακ., <i>διεσκευασμένοι</i>, ντυμένοι, εξοπλισμένοι, σε Πλούτ. — Μέσ., προετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι, [[προνοώ]], σε Θουκ.· εξοπλίζομαι, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., <i>διασκευασάμενος τὴν οὐσίαν</i>, έχοντας διαθέσει την [[περιουσία]] του, σε Δημ.
|lsmtext='''διασκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τακτοποιώ]], [[βάζω]] σε [[τάξη]], [[εξοπλίζω]], [[προετοιμάζω]], σε Λουκ. — Παθ., μτχ. παρακ., <i>διεσκευασμένοι</i>, ντυμένοι, εξοπλισμένοι, σε Πλούτ. — Μέσ., προετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι, [[προνοώ]], σε Θουκ.· εξοπλίζομαι, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., <i>διασκευασάμενος τὴν οὐσίαν</i>, έχοντας διαθέσει την [[περιουσία]] του, σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διασκευάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[приводить в порядок]], [[приготовлять]] (τὰ ὄργανα πρός τι Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[подготовлять]] (τινὰ ἐπὶ или εἰς τὴν πρᾶξιν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[наряжать]] (τινὰ [[βασιλικῶς]] Luc.; γυναῖκες [[πολυτελῶς]] διεσχευασμέναι Polyb.; [[ἄνδρες]] εἰς Σατύρους διεσκευασμένοι Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[снаряжать]] (ὁπλῖται διεσκευασμένοι Arst.; ἱππεῖς διασκευασάμενοι Plat.);<br /><b class="num">5)</b> med. [[снаряжаться]] (ἐς πλοῦν Thuc.; εἰς μάχην Xen.);<br /><b class="num">6)</b> [[обрабатывать]], [[редактировать]] (τὰς βίβλους Diod.);<br /><b class="num">7)</b> med. ирон. устраиваться, принимать меры: δ. πρὸς τὰς δικαστάς Xen. стараться привлечь судей на свою сторону; διασκευάσασθαι τὴν οὐσίαν Dem. промотать свое состояние.
|lstext='''διασκευάζω''': μέλλ. -άσω, τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν, ἑτοιμάζω, τι Πολύβ. 15. 27, 9. ΙΙ. [[ἐφοδιάζω]], [[στολίζω]], τινὰ βασιλικῶς Λουκ. Νεκ. 16. ‒ Παθ., εἰς Σατύρους διεσκευασμένοι, ἐνδεδυμένοι ὡς…, Πλούτ. Ἀντων. 24, κτλ.‒ Μέσ., δι᾿ ἐμαυτὸν [[ἑτοιμάζω]], προνοῶ, [[προμηθεύομαι]], τὰ ἄλλα... ὡς ἐς τὸν πλοῦν Θουκ. 4. 38.· ὁπλίζομαι, ἑτοιμάζομαι, ὡς εἰς μάχην Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 19· [[πρός]] τι Δείναρχ. 99. 14· διασκευάσασθαι πρὸς τοὺς δικαστάς, παρα-[[σκευάζω]] ὅλα μου τὰ τεχνάσματα [[ἀπέναντι]] τῶν δικαστῶν (πρὸς διαφθορὰν αὐτῶν), Ξεν. Ἀθην. 3, 7. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διασκευασάμενος τὴν οὐσίαν, διαθέσας τὴν περιουσίαν του, Δημ. 845. 13. ΙV. ἐπιθεωρῶ (καὶ [[ἐπεξεργάζομαι]]) [[ἔργον]] πρὸς δημοσίευσιν, Λατ. recensere· ‒ [[ἐντεῦθεν]] διασκευαστής, οῦ, ὁ, ὁ κριτικὸς διορθωτὴς ποιήματος, ὁ καὶ ἐπεξεργαζόμενος καὶ ἴδια παρεισάγων, πρβλ. Wolf Προλεγ. cli., Lehrs Aristarch. 349 κἑξ., Nitzsch Od. iii. σ. 310, ἴδε ἑπομ. ΙΙ, καὶ ἐπιδιασκευάζω.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-σκευάζω act. volledig uitrusten; verkleden:; βασιλικῶς δ. (iem.) als koning verkleden Luc. 38.16; pass.: εἰς Σατύρους καὶ Πᾶνας … διεσκευασμένοι verkleed als Satyrs en Pans Plut. Ant. 24.4. med., met acc. (voor zichzelf) (helemaal) voorbereiden, gereedmaken: τἆλλα de rest Thuc. 4.38.4 direct reflexief med. zich (helemaal) voorbereiden, zich gereedmaken:; διασκευάζεσθαι ὡς εἰς μάχην zich gereed te maken als voor de strijd Xen. Hell. 4.2.19; perf. voorbereid zijn, gereed staan.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. άσω<br /><b class="num">I.</b> to get [[quite]] [[ready]], [[equip]], Luc.:—Pass., perf. [[part]]. διεσκευασμένοι dressed, Plut.: —Mid. to [[prepare]] for [[oneself]], [[provide]], Thuc.: to [[equip]] [[oneself]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> Mid., διασκευασάμενος τὴν οὐσίαν having disposed of one's [[property]], Dem.
|mdlsjtxt=fut. άσω<br /><b class="num">I.</b> to get [[quite]] [[ready]], [[equip]], Luc.:—Pass., perf. [[part]]. διεσκευασμένοι dressed, Plut.: —Mid. to [[prepare]] for [[oneself]], [[provide]], Thuc.: to [[equip]] [[oneself]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> Mid., διασκευασάμενος τὴν οὐσίαν having disposed of one's [[property]], Dem.
}}
}}