Anonymous

Καλλιόπη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ης (ἡ) :<br />Calliope, <i>Muse de l'épopée</i>.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ὄψ]].
|btext=ης (ἡ) :<br />Calliope, <i>Muse de l'épopée</i>.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ὄψ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''Καλλιόπη''': ἡ (ἐκ τοῦ ὄψ, ἡ καλὴν ἔχουσα φωνὴν) ἡ πρώτη τῶν Μουσῶν κατὰ Ἀπολλόδωρον, πρώτην Καλλιόπην, [[εἶτα]] Κλειὼ κτλ. Ἀπολλόδ. 1, 3, 2· ἡ Ἐπικὴ [[Μοῦσα]], ἐξέχουσα πασῶν τῶν ἄλλων Μουσῶν, [[Καλλιόπη]] θ’· ἣ δὴ προφερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων Ἡσ. Θεογ. 79, Ὁμ. 79, Ὁμ. Ὕμν. 31. 2· - Καλλιόπεια, Ἀγαθ. Προοίμ. Ἀνθ. Π. 107· - ὡς ἀπίθ., κούρᾳ καλλιόπᾳ, ἐπὶ τῆς Ἠχοῦς, Θεόκρ. Fist. 19.
|elnltext=Καλλιόπη -ης, ἡ, Dor. Καλλιόπα, Calliope (muze); als adj. f. met fraaie stem:. κούρᾳ καλλιόπᾳ voor het meisje met de fraaie stem (Echo) Theocr. Syr. 19.
}}
{{elru
|elrutext='''Καλλιόπη:''' дор. [[Καλλιόπα]] ἡ Каллиопа (муза эпической поэзии) HH, Hes. etc.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Καλλιόπη:''' ἡ (ὄψ), η [[Καλλιόπη]], η καλλίφωνη, η πρώτη από τις [[εννέα]] Μούσες, η Μούσα της Επικής Ποίησης, σε Ησίοδ., Ομηρ. Ύμν.· επίσης, Καλλιόπεια, σε Ανθ.
|lsmtext='''Καλλιόπη:''' ἡ (ὄψ), η [[Καλλιόπη]], η καλλίφωνη, η πρώτη από τις [[εννέα]] Μούσες, η Μούσα της Επικής Ποίησης, σε Ησίοδ., Ομηρ. Ύμν.· επίσης, Καλλιόπεια, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''Καλλιόπη:''' дор. [[Καλλιόπα]] ἡ Каллиопа (муза эпической поэзии) HH, Hes. etc.
|lstext='''Καλλιόπη''': ἡ (ἐκ τοῦ ὄψ, ἡ καλὴν ἔχουσα φωνὴν) ἡ πρώτη τῶν Μουσῶν κατὰ Ἀπολλόδωρον, πρώτην Καλλιόπην, [[εἶτα]] Κλειὼ κτλ. Ἀπολλόδ. 1, 3, 2· ἡ Ἐπικὴ [[Μοῦσα]], ἐξέχουσα πασῶν τῶν ἄλλων Μουσῶν, [[Καλλιόπη]] θ’· ἣ δὴ προφερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων Ἡσ. Θεογ. 79, Ὁμ. 79, Ὁμ. Ὕμν. 31. 2· - Καλλιόπεια, Ἀγαθ. Προοίμ. Ἀνθ. Π. 107· - ὡς ἀπίθ., κούρᾳ καλλιόπᾳ, ἐπὶ τῆς Ἠχοῦς, Θεόκρ. Fist. 19.
}}
{{elnl
|elnltext=Καλλιόπη -ης, , Dor. Καλλιόπα, Calliope (muze); als adj. f. met fraaie stem:. κούρᾳ καλλιόπᾳ voor het meisje met de fraaie stem (Echo) Theocr. Syr. 19.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Καλλι-όπη, ἡ, [ὄψ]<br />[[Calliope]], the [[beautiful]]-voiced, [[chief]] of the [[nine]] Muses, the epic [[Muse]], Hes., Hhymn.: also Καλλιόπεια, Anth.
|mdlsjtxt=Καλλι-όπη, ἡ, [ὄψ]<br />[[Calliope]], the [[beautiful]]-voiced, [[chief]] of the [[nine]] Muses, the epic [[Muse]], Hes., Hhymn.: also Καλλιόπεια, Anth.
}}
}}