Anonymous

κάππαρις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br />câprier, <i>plante</i> ; câpre.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt certain, mais on ne sait pas à quelle langue.
|btext=εως (ἡ) :<br />câprier, <i>plante</i> ; câpre.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt certain, mais on ne sait pas à quelle langue.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κάππαρις''': -εως, ἡ, τὸ φυτὸν καὶ ὁ καρπός, Λατ. capparis, Ἱπποκρ. 890Ε, Ἀριστ. Προβλ. 20. 12, Ἀντιφάνης ἐν «Βομβυλίω» 3, κ. ἀλλ.· τὴν κάππαριν συνέλεγον αἱ πτωχαὶ γυναῖκες, Φρύνης ἐρασθεὶς ἡνικ’ ἔτι τὴν κάππαριν συνέλεγεν Τιμοκλ. ἐν «Νεαίρᾳ» 1· [[ἐντεῦθεν]] εν τῷ ὑποκορ. ἡ [[παροιμία]], πρὸς καππάριον ζῇς, δυνάμενος πρὸς ἀνθίαν Ἀνων. Κωμικ. παρὰ Πλουτ. 668Α· - ἡ [[ῥίζα]] αὐτῆς ἐκαλεῖτο καππαρόριζον, Ὀρνεοσόφ. σ. 252.
|elnltext=κάππαρις -εως, ἡ Ion. gen. -ιος, kapper, kappertje (zowel de plant als de vrucht).
}}
{{elru
|elrutext='''κάππαρις:''' εως бот. каперсы (кустарник или плод его - Capparis spinosa) Arst., Plut.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάππᾰρις:''' -εως, ἡ, το [[φυτό]] [[κάππαρη]] ή ο [[καρπός]] της κάππαρης, Λατ. [[capparis]], σε Αριστ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''κάππᾰρις:''' -εως, ἡ, το [[φυτό]] [[κάππαρη]] ή ο [[καρπός]] της κάππαρης, Λατ. [[capparis]], σε Αριστ. (άγν. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κάππαρις:''' εως ἡ бот. каперсы (кустарник или плод его - Capparis spinosa) Arst., Plut.
|lstext='''κάππαρις''': -εως, , τὸ φυτὸν καὶ ὁ καρπός, Λατ. capparis, Ἱπποκρ. 890Ε, Ἀριστ. Προβλ. 20. 12, Ἀντιφάνης ἐν «Βομβυλίω» 3, κ. ἀλλ.· τὴν κάππαριν συνέλεγον αἱ πτωχαὶ γυναῖκες, Φρύνης ἐρασθεὶς ἡνικ’ ἔτι τὴν κάππαριν συνέλεγεν Τιμοκλ. ἐν «Νεαίρᾳ» 1· [[ἐντεῦθεν]] εν τῷ ὑποκορ. [[παροιμία]], πρὸς καππάριον ζῇς, δυνάμενος πρὸς ἀνθίαν Ἀνων. Κωμικ. παρὰ Πλουτ. 668Α· - ἡ [[ῥίζα]] αὐτῆς ἐκαλεῖτο καππαρόριζον, Ὀρνεοσόφ. σ. 252.
}}
{{elnl
|elnltext=κάππαρις -εως, ἡ Ion. gen. -ιος, kapper, kappertje (zowel de plant als de vrucht).
}}
}}
{{etym
{{etym