Anonymous

διάλειμμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />intervalle, intervalle de temps : [[ἐκ]] διαλειμμάτων PLUT à intervalles.<br />'''Étymologie:''' [[διαλείπω]].
|btext=ατος (τό) :<br />intervalle, intervalle de temps : [[ἐκ]] διαλειμμάτων PLUT à intervalles.<br />'''Étymologie:''' [[διαλείπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διάλειμμα''': τό, ([[διαλείπω]]) [[διάστημα]] [[μεταξύ]], Πλάτ. Τιμ. 59Β, Ἀριστ. Ζ. Μ. 4. 5, 39· ἐν τῇ μουσικῇ, ὁ αὐτ. Προβλ. 19. 41· ἐπὶ χρόνου, Πολύβ. 1. 66, 2· ἐκ διαλειμμάτων, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλούτ. Περικλ. 7.
|elnltext=διάλειμμα -ατος, τό [διαλείπω] tussenruimte, ook van tijd:. ἐκ διαλειμμάτων met tussenpozen Plut. Per. 7.7.
}}
{{elru
|elrutext='''διάλειμμα:''' ατος τό промежуток, интервал (в пространстве или времени) Plat., Polyb.: δ. ποιεῖν Plut. оставлять свободный промежуток; ἐκ διαλειμμάτων Plut. от времени до времени; τὸ δὶς διὰ πασῶν δ. муз. Arst. двойная октава.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''διάλειμμα:''' -ατος, τό, [[διάστημα]], [[απόσταση]] [[μεταξύ]], σε Πλάτ.· <i>ἐκ διαλειμμάτων</i>, σε διαλείμματα, σε Πλούτ.
|lsmtext='''διάλειμμα:''' -ατος, τό, [[διάστημα]], [[απόσταση]] [[μεταξύ]], σε Πλάτ.· <i>ἐκ διαλειμμάτων</i>, σε διαλείμματα, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διάλειμμα:''' ατος τό промежуток, интервал (в пространстве или времени) Plat., Polyb.: δ. ποιεῖν Plut. оставлять свободный промежуток; ἐκ διαλειμμάτων Plut. от времени до времени; τὸ δὶς διὰ πασῶν δ. муз. Arst. двойная октава.
|lstext='''διάλειμμα''': τό, ([[διαλείπω]]) [[διάστημα]] [[μεταξύ]], Πλάτ. Τιμ. 59Β, Ἀριστ. Ζ. Μ. 4. 5, 39· ἐν τῇ μουσικῇ, ὁ αὐτ. Προβλ. 19. 41· ἐπὶ χρόνου, Πολύβ. 1. 66, 2· ἐκ διαλειμμάτων, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλούτ. Περικλ. 7.
}}
{{elnl
|elnltext=διάλειμμα -ατος, τό [διαλείπω] tussenruimte, ook van tijd:. ἐκ διαλειμμάτων met tussenpozen Plut. Per. 7.7.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj