Anonymous

διαμαρτύρομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<b>1</b> protester en prenant les dieux et les hommes à témoin;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> protester, affirmer <i>en gén.</i><br /><b>3</b> protester pour empêcher, interdire par une protestation.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μαρτύρομαι]].
|btext=<b>1</b> protester en prenant les dieux et les hommes à témoin;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> protester, affirmer <i>en gén.</i><br /><b>3</b> protester pour empêcher, interdire par une protestation.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μαρτύρομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαμαρτύρομαι''': [ῠ], ἐπικαλοῦμαι θεοὺς καὶ ἀνθρώπους μάρτυρας, ἰδίως ἐν περιπτώσει ψευδολογίας ἢ ἀδικήματος, Λατ. obtestari, Δημ. 232. 28., 275. 17, κτλ.· δ. μὴ..., μετ᾽ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 899. δ. [[ὅπως]] μὴ..., μετὰ μέλλ., ὁ αὐτ. 1047. 24· - τινι μὴ ποιεῖν, [[διαμαρτύρομαι]], [[ἐγείρω]] ἔνστασιν [[ἐναντίον]] τῆς πράξεως, ἣν μέλλει τις νὰ πράξῃ, Αἰσχίν. 40. 9, καὶ συχνὸν παρὰ Πολυβ. 2) [[καθόλου]], [[ἐπιμαρτύρομαι]], σοβαρῶς [[διακηρύττω]], Πλάτ. Φαίδωνι 101Α, κτλ. 3) ἀπολ., ζητῶ ἐπιμόνως [[παρά]] τινος, [[ἐξορκίζω]], Ξεν. Κύρ. 7. 1, 9. Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 468.
|elnltext=δια-μαρτύρομαι protest aantekenen, met ὡς:; δ. ὡς πόλεμον... διώκοι Λεύκολλος te protesteren dat Lucullus oorlog nastreefde Plut. Luc. 24.1; ook abs. door getuigenverklaringen bevestigen:; προὔλεγον καὶ διεμαρτυρόμην ik verklaarde openlijk en onder getuigen Dem. 6.29; stellig beweren:; διαμαρτύροιο ἂν ὅτι jij zou kunnen verzekeren dat Plat. Phaed. 101a; NT getuigenis geven, met dat.: ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς opdat hij getuigenis aflegt voor hen NT Luc. 16.28; met acc.: δ. τὸ εὐαγγέλιον getuigen van het evangelie NT Act. Ap. 20.24. dringend vragen, bezweren:; διεμαρτύραντο τοῖς ἐφόροις ἀποδιοπομπεῖσθαι zij vroegen de eforen dringend de stad ritueel te reinigen Plut. Lys. 17.2; met μή + inf.: διεμαρτύρετο μὴ βαδίζειν hij verbood hem verder te gaan Plut. Crass. 16.6.
}}
{{elru
|elrutext='''διαμαρτύρομαι:''' (ῠ)<br /><b class="num">1)</b> [[призывать всех в свидетели]], [[торжественно клясться в своей правоте]] ([[βοᾶν]] καὶ δ. Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[клятвенно утверждать]]: διαμαρτύροιο ἄν, ὅτι σὺ … Plat. ведь ты стал бы, пожалуй, всячески утверждать, что ты …;<br /><b class="num">3)</b> [[заклинать]], [[умолять]], [[настойчиво просить]] (Xen.; ποιεῖν или μὴ ποιεῖν τι Aeschin., Polyb., Plut.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''διαμαρτύρομαι:''' [ῡ], αποθ.:<br /><b class="num">1.</b> επικαλούμαι θεούς και ανθρώπους ως μάρτυρες, Λατ. obtestari, σε Δημ.· <i>δ. μή..</i>., με απαρ., στον ίδ.· <i>δ. τινι μὴ ποιεῖν</i>, [[εγείρω]] [[ένσταση]] [[εναντίον]] της πράξεώς του, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[διαμαρτύρομαι]], [[διακηρύττω]] [[σοβαρά]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., ζητώ επίμονα από κάποιον, [[εξορκίζω]], σε Ξεν.
|lsmtext='''διαμαρτύρομαι:''' [ῡ], αποθ.:<br /><b class="num">1.</b> επικαλούμαι θεούς και ανθρώπους ως μάρτυρες, Λατ. obtestari, σε Δημ.· <i>δ. μή..</i>., με απαρ., στον ίδ.· <i>δ. τινι μὴ ποιεῖν</i>, [[εγείρω]] [[ένσταση]] [[εναντίον]] της πράξεώς του, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[διαμαρτύρομαι]], [[διακηρύττω]] [[σοβαρά]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., ζητώ επίμονα από κάποιον, [[εξορκίζω]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαμαρτύρομαι:''' ()<br /><b class="num">1)</b> [[призывать всех в свидетели]], [[торжественно клясться в своей правоте]] ([[βοᾶν]] καὶ δ. Dem.);<br /><b class="num">2)</b> [[клятвенно утверждать]]: διαμαρτύροιο ἄν, ὅτι σὺ … Plat. ведь ты стал бы, пожалуй, всячески утверждать, что ты …;<br /><b class="num">3)</b> [[заклинать]], [[умолять]], [[настойчиво просить]] (Xen.; ποιεῖν или μὴ ποιεῖν τι Aeschin., Polyb., Plut.).
|lstext='''διαμαρτύρομαι''': [], ἐπικαλοῦμαι θεοὺς καὶ ἀνθρώπους μάρτυρας, ἰδίως ἐν περιπτώσει ψευδολογίας ἢ ἀδικήματος, Λατ. obtestari, Δημ. 232. 28., 275. 17, κτλ.· δ. μὴ..., μετ᾽ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 899. 5· δ. [[ὅπως]] μὴ..., μετὰ μέλλ., ὁ αὐτ. 1047. 24· - τινι μὴ ποιεῖν, [[διαμαρτύρομαι]], [[ἐγείρω]] ἔνστασιν [[ἐναντίον]] τῆς πράξεως, ἣν μέλλει τις νὰ πράξῃ, Αἰσχίν. 40. 9, καὶ συχνὸν παρὰ Πολυβ. 2) [[καθόλου]], [[ἐπιμαρτύρομαι]], σοβαρῶς [[διακηρύττω]], Πλάτ. Φαίδωνι 101Α, κτλ. 3) ἀπολ., ζητῶ ἐπιμόνως [[παρά]] τινος, [[ἐξορκίζω]], Ξεν. Κύρ. 7. 1, 9. Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 468.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-μαρτύρομαι protest aantekenen, met ὡς:; δ. ὡς πόλεμον... διώκοι Λεύκολλος te protesteren dat Lucullus oorlog nastreefde Plut. Luc. 24.1; ook abs. door getuigenverklaringen bevestigen:; προὔλεγον καὶ διεμαρτυρόμην ik verklaarde openlijk en onder getuigen Dem. 6.29; stellig beweren:; διαμαρτύροιο ἂν ὅτι jij zou kunnen verzekeren dat Plat. Phaed. 101a; NT getuigenis geven, met dat.: ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς opdat hij getuigenis aflegt voor hen NT Luc. 16.28; met acc.: δ. τὸ εὐαγγέλιον getuigen van het evangelie NT Act. Ap. 20.24. dringend vragen, bezweren:; διεμαρτύραντο τοῖς ἐφόροις ἀποδιοπομπεῖσθαι zij vroegen de eforen dringend de stad ritueel te reinigen Plut. Lys. 17.2; met μή + inf.: διεμαρτύρετο μὴ βαδίζειν hij verbood hem verder te gaan Plut. Crass. 16.6.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj