3,277,306
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>f.</i> διαρρήξω, <i>ao.</i> διέρρηξα, <i>pf.</i> [[διέρρωγα]];<br /><b>1</b> mettre en pièces, faire éclater : διερρωγυῖαι χορδαί PLAT cordes brisées ; διερρωγὼς [[χιτών]] PLUT tunique crevée ; • <i>au Pass. (ao.2</i> διερράγην) être mis en pièces ; se rompre, éclater ; <i>fig.</i> éclater <i>ou</i> crever (d'avoir trop mangé) ; éclater (de colère, de jalousie, <i>etc.</i>) ; [[διαρραγείης]] AR puisses-tu crever;<br /><b>2</b> briser en perçant : πλευρὰν δ. φασγάνῳ SOPH percer le flanc d'un glaive.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ῥήγνυμι]]. | |btext=<i>f.</i> διαρρήξω, <i>ao.</i> διέρρηξα, <i>pf.</i> [[διέρρωγα]];<br /><b>1</b> mettre en pièces, faire éclater : διερρωγυῖαι χορδαί PLAT cordes brisées ; διερρωγὼς [[χιτών]] PLUT tunique crevée ; • <i>au Pass. (ao.2</i> διερράγην) être mis en pièces ; se rompre, éclater ; <i>fig.</i> éclater <i>ou</i> crever (d'avoir trop mangé) ; éclater (de colère, de jalousie, <i>etc.</i>) ; [[διαρραγείης]] AR puisses-tu crever;<br /><b>2</b> briser en perçant : πλευρὰν δ. φασγάνῳ SOPH percer le flanc d'un glaive.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ῥήγνυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=διαρρήγνυμι, διαρρηγνύω en διαρρήσσω [διά, ῥήγνυμι] ook in tmes. met acc., causat., zelden med. (doormidden) (doen) breken, (doen) scheuren:. μόγις ἂν λίθῳ παίσας διαρρήξειας je kan ze (de schedels) nauwelijks doormidden breken door er met een steen tegenaan te slaan Hdt. 3.12.1; ὁ … ἀρχιερεὺς διαρρήξας τοὺς χιτῶνας αὐτοῦ λέγει de hogepriester scheurde zijn kleren en zei NT Marc. 14.63. pass. intrans. met perf. διέρρωγα barsten, breken; overdr..; ὅπως οἱ κόλακες ἐκεῖνοι διαρραγῶσιν ὑπὸ τοῦ φθόνου opdat die hielenlikkers barsten van jaloezie Luc. 25.40; οὐδ’ ἂν σὺ διαρραγῇς ψευδόμενος ook al blijf je liegen tot je barst Demosth. 18.21; kom. διαρραγείης jij kan barsten! | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαρρήγνῡμι:''' (fut. διαρρήξω)<br /><b class="num">1)</b> [[разрывать]], [[прорывать]] (πλευρὰν φασγάνῳ Soph.; τὰς χορδάς Plat.; τὴν γαστέρα τῆς μητρός Arst.; med. in tmesi ἐπάλξεις Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[разрываться]], [[лопаться]] (διερρωγυῖαι χορδαί Plat.; [[ἀράχνιον]] διερρωγός Arst.; διερρωγὼς [[χιτών]] Plut.; перен. δ. ὑπὸ φθόνου Luc.): οὐδ᾽ ἂν σὺ διαρραγῇς [[ψευδόμενος]]! Dem. хоть ты разорвись от своей лжи!; [[διαρραγείης]]! Arph. чтоб ты лопнул! | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''διαρρήγνῡμι:''' μέλ. <i>-ρήξω</i> — Παθ. μέλ. βʹ <i>-ρᾰγήσομαι</i>, αόρ. βʹ δι-ερράγην [ᾰ]· [[ξεσχίζω]], [[διασπώ]], σε Ομήρ. Ιλ. (στη Μέσ.), σε Ηρόδ., Σοφ. — Παθ., εκρήγνυμαι, [[ξεσπώ]], [[σκάζω]], από την [[πολυφαγία]], σε Ξεν.· από το [[πάθος]], σε Αριστοφ.· <i>διαρρᾰγείης</i>, λέγεται ως [[κατάρα]], «να σκάσεις!», στον ίδ.· παρακ. [[διέρρωγα]], με την [[ίδια]] [[σημασία]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''διαρρήγνῡμι:''' μέλ. <i>-ρήξω</i> — Παθ. μέλ. βʹ <i>-ρᾰγήσομαι</i>, αόρ. βʹ δι-ερράγην [ᾰ]· [[ξεσχίζω]], [[διασπώ]], σε Ομήρ. Ιλ. (στη Μέσ.), σε Ηρόδ., Σοφ. — Παθ., εκρήγνυμαι, [[ξεσπώ]], [[σκάζω]], από την [[πολυφαγία]], σε Ξεν.· από το [[πάθος]], σε Αριστοφ.· <i>διαρρᾰγείης</i>, λέγεται ως [[κατάρα]], «να σκάσεις!», στον ίδ.· παρακ. [[διέρρωγα]], με την [[ίδια]] [[σημασία]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''διαρρήγνῡμι''': μέλλ. διαρρήξω· ― [[διασχίζω]], διασπῶ, Ὅμ. μόνον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διά τε ῥήξασθαι ἐπάλξεις Ἰλ. Μ. 308· διαρρήξασα χαλινὸν Θέογν. 259· [[μόγις]] ἂν… διαρρήξειας [τὴν κεφαλὴν] Ἡρόδ. 3. 12· πλευρὰν διαρρήξαντα… [[φασγάνω]], διασχίσαντα, Σοφ. Αἴ. 834· δ. τὰς χορδὰς Πλάτ. Φαίδωνι 86Α· ― μεταγεν. [[διαρρήσσω]], Βαβρ. 38. 7.― Παθ., διασχίζομαι, «σκάνω», κατὰ διαφόρους τρόπους, [[οἷον]] ἐκ πολυφαγίας, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 21, Ἀναξίλ. Πλουσ. 1, κτλ.· ἐξ ὀργῆς, διαρραγήσομαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 340· οὐδ’ ἂν σὺ διαρραγῇς [[ψευδόμενος]] Δημ. 232. 12, πρβλ. 254. 19· διαρραγείης, ὡς [[κατάρα]]: «νὰ σκάσῃς», Ἀριστοφ. Ὄρν. 2, κτλ. ― πρκμ. [[διέρρωγα]], ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Πλάτ. Φαίδωνι ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 39, 4. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |