Anonymous

διαπλέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> διέπλευσα;<br /><b>1</b> naviguer à travers ; <i>fig.</i> δ. βίον PLAT faire la traversée de la vie;<br /><b>2</b> aborder.<br />'''Étymologie:''' [[πλέω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> διέπλευσα;<br /><b>1</b> naviguer à travers ; <i>fig.</i> δ. βίον PLAT faire la traversée de la vie;<br /><b>2</b> aborder.<br />'''Étymologie:''' [[πλέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαπλέω''': μέλλ. -πλεύσομαι, [[πλέω]] διὰ μέσου, Θουκ. 4. 25· Μέγαράδε Λυσ. 121. 31· εἰς Αἴγιναν Ἀριστοφ. Σφηξ. 122, κτλ.· μετ’ αἰτιατ., δ. τὸ [[πέλαγος]] Πλούτ. 2. 206D, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 642. 13· μεταφ., δ. βίον Πλάτ. Φαίδωνι 85D· πρβλ. [[διαπλέκω]].
|elnltext=δια-πλέω door... heen varen, óvervaren; overdr.: διαπλεῦσαι τὸν βίον door het leven heen varen Plat. Phaed. 85d.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπλέω:''' [[переплывать]] ([[πλοῖον]] διαπλέον Thuc.; [[Μέγαράδε]] Lys.; εἰς Αἴγιναν Arph.; εἰς Φωκαίαν ἐκ Σάμου Plut.; τὸν [[Αἰγαῖον]] Luc.): διαπλεῦσαι τὸν βίον Plat. пройти жизненный путь, прожить жизнь.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''διαπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]], [[πλέω]] δια μέσου, [[ταξιδεύω]], [[θαλασσοπορώ]], σε Θουκ.· <i>εἰς Αἴγιναν</i>, σε Αριστοφ.· μεταφ., <i>δ. βίον</i>, κάνω το [[ταξίδι]] της ζωής μου, ζω τη [[ζωή]] μου, σε Πλάτ.
|lsmtext='''διαπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]], [[πλέω]] δια μέσου, [[ταξιδεύω]], [[θαλασσοπορώ]], σε Θουκ.· <i>εἰς Αἴγιναν</i>, σε Αριστοφ.· μεταφ., <i>δ. βίον</i>, κάνω το [[ταξίδι]] της ζωής μου, ζω τη [[ζωή]] μου, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαπλέω:''' [[переплывать]] ([[πλοῖον]] διαπλέον Thuc.; [[Μέγαράδε]] Lys.; εἰς Αἴγιναν Arph.; εἰς Φωκαίαν ἐκ Σάμου Plut.; τὸν [[Αἰγαῖον]] Luc.): διαπλεῦσαι τὸν βίον Plat. пройти жизненный путь, прожить жизнь.
|lstext='''διαπλέω''': μέλλ. -πλεύσομαι, [[πλέω]] διὰ μέσου, Θουκ. 4. 25· Μέγαράδε Λυσ. 121. 31· εἰς Αἴγιναν Ἀριστοφ. Σφηξ. 122, κτλ.· μετ’ αἰτιατ., δ. τὸ [[πέλαγος]] Πλούτ. 2. 206D, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 642. 13· μεταφ., δ. βίον Πλάτ. Φαίδωνι 85D· πρβλ. [[διαπλέκω]].
}}
{{elnl
|elnltext=δια-πλέω door... heen varen, óvervaren; overdr.: διαπλεῦσαι τὸν βίον door het leven heen varen Plat. Phaed. 85d.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj