Anonymous

κίνυμαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i> ἐκινύμην;<br /><b>1</b> se mettre en mouvement, partir : [[ἐς]] πόλεμον IL pour la guerre;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> être secoué, agité.<br />'''Étymologie:''' R. Κι, mouvoir, cf. [[κινέω]].
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i> ἐκινύμην;<br /><b>1</b> se mettre en mouvement, partir : [[ἐς]] πόλεμον IL pour la guerre;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> être secoué, agité.<br />'''Étymologie:''' R. Κι, mouvoir, cf. [[κινέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κίνῠμαι''': ῑ, ἀποθετ. = κινέομαι (ἀλλὰ μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.), πορεύομαι, κινοῦμαι, ἐς πόλεμον... κίνυντο φάλαγγες, ἔβαινον, ἐκινοῦντο..., Ἰλ. Δ. 281, 332, κτλ.· τοῦ καὶ κινυμένοιο, [[καθώς]] ἐκινεῖτο..., Ξ. 173, πρβλ. Κ. 280, Ὀδ. Κ. 556· ἐπὶ ὀρχήσεως, Ἀνθ. Π. 5. 129.
|elnltext=κίνυμαι [~ κινέω] alleen praes. en imperf. 3 sing. κίνυτο, 3 plur. κίνυντο zich bewegen:. ἐς πόλεμον... κίνυντο φάλαγγες de strijdlinies begaven zich naar de strijd Il. 4.281. geschud worden:. τοῦ καὶ κινυμένοιο als deze (olie) maar even geschud wordt Il. 14.173.
}}
{{elru
|elrutext='''κίνῠμαι:''' (κῑ) (только praes. и impf. ἐκινύμην)<br /><b class="num">1)</b> [[трогаться]], [[двигаться]], [[отправляться]] (κίνυντο φάλαγγες Hom.): ὀρχηστρὶς κινυμένη Anth. танцующая плясунья;<br /><b class="num">2)</b> [[приводить в движение]], [[двигать]], [[шевелить]]: [[ἔλαιον]] κινύμενον Hom. встряхиваемое масло.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κίνῠμαι:''' [ῑ], αποθ., <i>κινέομαι</i>, μόνο στον ενεστ. και παρατ., κινούμαι, [[πορεύομαι]], <i>ἐς πόλεμον κίνυντο</i> (Επικ. παρατ.), βημάτιζαν προς τη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κινυμένοιο</i>, [[καθώς]] κινούνταν, στο ίδ.
|lsmtext='''κίνῠμαι:''' [ῑ], αποθ., <i>κινέομαι</i>, μόνο στον ενεστ. και παρατ., κινούμαι, [[πορεύομαι]], <i>ἐς πόλεμον κίνυντο</i> (Επικ. παρατ.), βημάτιζαν προς τη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κινυμένοιο</i>, [[καθώς]] κινούνταν, στο ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κίνῠμαι:''' (κῑ) (только praes. и impf. ἐκινύμην)<br /><b class="num">1)</b> [[трогаться]], [[двигаться]], [[отправляться]] (κίνυντο φάλαγγες Hom.): ὀρχηστρὶς κινυμένη Anth. танцующая плясунья;<br /><b class="num">2)</b> [[приводить в движение]], [[двигать]], [[шевелить]]: [[ἔλαιον]] κινύμενον Hom. встряхиваемое масло.
|lstext='''κίνῠμαι''': ῑ, ἀποθετ. = κινέομαι (ἀλλὰ μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.), πορεύομαι, κινοῦμαι, ἐς πόλεμον... κίνυντο φάλαγγες, ἔβαινον, ἐκινοῦντο..., Ἰλ. Δ. 281, 332, κτλ.· τοῦ καὶ κινυμένοιο, [[καθώς]] ἐκινεῖτο..., Ξ. 173, πρβλ. Κ. 280, Ὀδ. Κ. 556· ἐπὶ ὀρχήσεως, Ἀνθ. Π. 5. 129.
}}
{{elnl
|elnltext=κίνυμαι [~ κινέω] alleen praes. en imperf. 3 sing. κίνυτο, 3 plur. κίνυντο zich bewegen:. ἐς πόλεμον... κίνυντο φάλαγγες de strijdlinies begaven zich naar de strijd Il. 4.281. geschud worden:. τοῦ καὶ κινυμένοιο als deze (olie) maar even geschud wordt Il. 14.173.
}}
}}
{{etym
{{etym