Anonymous

ζυγόδεσμον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br />courroie qui attache le joug au timon.<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]], [[δεσμός]].
|btext=ου (τό) :<br />courroie qui attache le joug au timon.<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]], [[δεσμός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ζῠγόδεσμον''': τό, ([[ζυγόν]], ὃ ἴδε) δεσμὸς τοῦ ζυγοῦ, δηλ. ἱμὰς δι’ οὗ ὁ ζυγὸς προσεδένετο εἰς τὸν ῥυμόν, ζ. ἅμα ζυγῷ ἐννεάπηχυ Ἰλ. Ω. 270· περὶ τοῦ Γορδίου δεσμοῦ, Πλούτ. Ἀλεξ. 18, κλ. (καλούμενον ζυγόδεσμος, ὁ, παρὰ Θεμιστ. 30Β· τοῦ ζυγοῦ ὁ δεσμὸς παρ’ Ἀρρ. Ἀν. 2. 3, 11)· συχν. ἐν τῷ πληθ., ζυγόδεσμα Πρόκλ. Ὕ. 31, Ἀνθ. Π. 9. 155, 741, κτλ.
|elnltext=ζυγόδεσμον -ου, τό [ζυγόν, δεσμός] jukriem.
}}
{{elru
|elrutext='''ζῠγόδεσμον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[яремный ремень]] (для привязывания ярма к дышлу) Hom., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> pl. [[узы]] (δίκης Anth.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ζῠγόδεσμον:''' τό, [[δεσμός]] του ζυγού, δηλ. [[ιμάντας]] που χρησιμοποιείται για το [[δέσιμο]] του ζυγού στον πάσσαλο που λειτουργούσε ως [[τιμόνι]] της άμαξας που έφερε το [[άροτρο]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλούτ.
|lsmtext='''ζῠγόδεσμον:''' τό, [[δεσμός]] του ζυγού, δηλ. [[ιμάντας]] που χρησιμοποιείται για το [[δέσιμο]] του ζυγού στον πάσσαλο που λειτουργούσε ως [[τιμόνι]] της άμαξας που έφερε το [[άροτρο]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ζῠγόδεσμον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[яремный ремень]] (для привязывания ярма к дышлу) Hom., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> pl. [[узы]] (δίκης Anth.).
|lstext='''ζῠγόδεσμον''': τό, ([[ζυγόν]], ὃ ἴδε) δεσμὸς τοῦ ζυγοῦ, δηλ. ἱμὰς δι’ οὗ ὁ ζυγὸς προσεδένετο εἰς τὸν ῥυμόν, ζ. ἅμα ζυγῷ ἐννεάπηχυ Ἰλ. Ω. 270· περὶ τοῦ Γορδίου δεσμοῦ, Πλούτ. Ἀλεξ. 18, κλ. (καλούμενον ζυγόδεσμος, ὁ, παρὰ Θεμιστ. 30Β· τοῦ ζυγοῦ ὁ δεσμὸς παρ’ Ἀρρ. Ἀν. 2. 3, 11)· συχν. ἐν τῷ πληθ., ζυγόδεσμα Πρόκλ. Ὕ. 31, Ἀνθ. Π. 9. 155, 741, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=ζυγόδεσμον -ου, τό [ζυγόν, δεσμός] jukriem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ζῠγό-δεσμον, ου, τό,<br />a [[yoke]]-[[band]], i. e. a [[band]] for [[fastening]] the [[yoke]] to the [[pole]], Il., Plut.
|mdlsjtxt=ζῠγό-δεσμον, ου, τό,<br />a [[yoke]]-[[band]], i. e. a [[band]] for [[fastening]] the [[yoke]] to the [[pole]], Il., Plut.
}}
}}