Anonymous

καθαιμακτός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />ensanglanté.<br />'''Étymologie:''' [[καθαιμάσσω]].
|btext=ή, όν :<br />ensanglanté.<br />'''Étymologie:''' [[καθαιμάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καθαιμακτός''': -όν, καθῃμαγμένος, κεκηλιδωμένος αἵματι, [[αἱματηρός]], τὸν Ἑλένας φόνον καθαιμακτὸν Εὐρ. Ὀρ. 1358.
|elnltext=καθαιμακτός -ή -όν [καθαιμάσσω] met bloed bevlekt.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθαιμακτός:''' [adj. verb. к [[καθαιμάσσω]] окровавленный (ὁ Ἑλένας [[φόνος]] Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καθαιμακτός:''' -όν, [[αιματοκυλισμένος]], αυτός που έχει κηλίδες αίματος, καταματωμένος, [[αιματηρός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''καθαιμακτός:''' -όν, [[αιματοκυλισμένος]], αυτός που έχει κηλίδες αίματος, καταματωμένος, [[αιματηρός]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰθαιμακτός:''' [adj. verb. к [[καθαιμάσσω]] окровавленный (ὁ Ἑλένας [[φόνος]] Eur.).
|lstext='''καθαιμακτός''': -όν, καθῃμαγμένος, κεκηλιδωμένος αἵματι, [[αἱματηρός]], τὸν Ἑλένας φόνον καθαιμακτὸν Εὐρ. Ὀρ. 1358.
}}
{{elnl
|elnltext=καθαιμακτός -ή -όν [καθαιμάσσω] met bloed bevlekt.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καθαιμακτός]],<br />bloodstained, [[bloody]], Eur. [from [[καθαιμάσσω]]
|mdlsjtxt=[[καθαιμακτός]],<br />bloodstained, [[bloody]], Eur. [from [[καθαιμάσσω]]
}}
}}