Anonymous

ζάω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>avec contr. en</i> η <i>des formes en</i> αε &gt; <i>prés.</i> [[ζῶ]], ζῇς, [[ζῇ]] ; <i>impér.</i> [[ζῆ]], <i>opt.</i> [[ζῴην]] ; <i>inf.</i> [[ζῆν]] ; <i>impf.</i> [[ἔζων]], ἔζης, [[ἔζη]], ἐζῶμεν, ἐζῆτε, [[ἔζων]];<br /><i>f.</i> ζήσω <i>ou</i> ζήσομαι ; <i>ao.</i> [[ἔζησα]], <i>pf.</i> [[ἔζηκα]], <i>pqp.</i> ἐζήκειν;<br /><i>ttf. au lieu de</i> [[ἔζησα]], [[ἔζηκα]], ἐζήκειν, <i>les Attiques emploient d'ord. les ao., pf. et pqp. de</i> [[βιόω]];<br />vivre :<br /><b>1</b> être en vie ; [[οἱ]] ζῶντες OD les vivants, les hommes ; ζ. ὀλίγα ἔτεα HDT vivre peu d'années ; <i>subst.</i> τὸ [[ζῆν]] la vie;<br /><b>2</b> soutenir sa vie, se faire vivre : τινι, [[ἀπό]] τινος, ἔκ τινος vivre de qch;<br /><b>3</b> vivre, passer sa vie : [[εὖ]] [[ζῆν]] SOPH, [[κακῶς]] [[ζῆν]] SOPH avoir une vie heureuse, malheureuse ; ζ. βίον μοχθηρόν SOPH vivre d'une vie misérable;<br /><b>4</b> <i>fig. en parl. de choses</i> être dans toute sa force : ἄτης θύελλαι ζῶσι ESCHL les tempêtes du malheur sont dans toute leur force ; ἀεὶ [[ζῇ]] [[ταῦτα]] (νόμιμα) SOPH ces lois sont toujours vivantes.<br />'''Étymologie:''' p. *δjάω, de *γjάω, *γιάω = *γιϜάω ; cf. [[βίος]] = <i>lat.</i> vivo.
|btext=-ῶ :<br /><i>avec contr. en</i> η <i>des formes en</i> αε &gt; <i>prés.</i> [[ζῶ]], ζῇς, [[ζῇ]] ; <i>impér.</i> [[ζῆ]], <i>opt.</i> [[ζῴην]] ; <i>inf.</i> [[ζῆν]] ; <i>impf.</i> [[ἔζων]], ἔζης, [[ἔζη]], ἐζῶμεν, ἐζῆτε, [[ἔζων]];<br /><i>f.</i> ζήσω <i>ou</i> ζήσομαι ; <i>ao.</i> [[ἔζησα]], <i>pf.</i> [[ἔζηκα]], <i>pqp.</i> ἐζήκειν;<br /><i>ttf. au lieu de</i> [[ἔζησα]], [[ἔζηκα]], ἐζήκειν, <i>les Attiques emploient d'ord. les ao., pf. et pqp. de</i> [[βιόω]];<br />vivre :<br /><b>1</b> être en vie ; [[οἱ]] ζῶντες OD les vivants, les hommes ; ζ. ὀλίγα ἔτεα HDT vivre peu d'années ; <i>subst.</i> τὸ [[ζῆν]] la vie;<br /><b>2</b> soutenir sa vie, se faire vivre : τινι, [[ἀπό]] τινος, ἔκ τινος vivre de qch;<br /><b>3</b> vivre, passer sa vie : [[εὖ]] [[ζῆν]] SOPH, [[κακῶς]] [[ζῆν]] SOPH avoir une vie heureuse, malheureuse ; ζ. βίον μοχθηρόν SOPH vivre d'une vie misérable;<br /><b>4</b> <i>fig. en parl. de choses</i> être dans toute sa force : ἄτης θύελλαι ζῶσι ESCHL les tempêtes du malheur sont dans toute leur force ; ἀεὶ [[ζῇ]] [[ταῦτα]] (νόμιμα) SOPH ces lois sont toujours vivantes.<br />'''Étymologie:''' p. *δjάω, de *γjάω, *γιάω = *γιϜάω ; cf. [[βίος]] = <i>lat.</i> vivo.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ζάω''': συναιροῦν τὰ αει, αε εἰς ῃ, η, ζῇς, ζῇ, ζῆτε· προστ. ζη Σοφ. Ἀποσπ. 181, Εὐρ. Ι. Τ. 687, μεταγεν. ζῆθι, Μένανδ. Μονοστ. 191, Ἀνθ. Π. 10. 43 (ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡρῳδιαν. σ. 316 Herm.)· ἐυκτ. ζῴην· ἀπαρ. ζῆν· παρατ. ἔζων Σοφ. Ἠλ. 323, Ἀριστοφ. Βατρ. 1072· ἔζην ἐν χειρογρ. τοῦ Δημ. 702. 2 εἶνε ἐσφαλμένος [[τύπος]] σχηματισθεὶς κατὰ τὰ ἔζης, ἔζη, ἐζῆτε (συνῃρ. ἐκ τῶν ἔζαες κλ.)·· γ΄ πληθ. ἔζων Ἀριστοφ. Σφηξ. 709, Πλάτ. Νόμ. 679C· μέλλ. ζήσω Ἀριστοφ. Πλ. 263, Πλάτ. Πολ. 465D, Μένανδ. Μονοστ. 185· ἢ ζήσομαι Ἱππ. 247. 27, Δημ. 794. 20, Ἀριστ. Πολ. 7. 6, 7· ἀόρ. ἔζησα Ἱππ. 36, 16, Ἀνθ. Π. 7. 470, Πλούτ., κτλ.· πρκμ. ἔζηκα Ἀριστ. Μεταφ. 8. 6, 8, Διον. Ἁλ. 5. 68, κλ.· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ὁ ἀόρ. καὶ ὁ πρκμ. κατὰ τὸ πλεῖστον παρελήφθησαν ἐκ τοῦ [[βιόω]]. Πλὴν τῆς μετοχ. ζῶντος, Ἰλ. Α. 88, ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν Ἰων. ἐνεστ. ζώω ([[ὅστις]] ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Πινδ., Ἡροδ. καὶ ἐν τοῖς χορικοῖς τῶν Τραγ., ὡς Σοφ. Ἠλ. 157, Ο. Κ. 1213, Ἀποσπ. 685)· ἀπαρ. ζωέμεναι, -έμεν, Ὀδ. Η. 149, Ω. 436· παρατ. ἔζωον Χ. 245, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 112, Ἡρόδ. 4. 112· Ἰων. ζώεσκον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 90, Βίων 1. 30· ἀόρ. ἔζωσα (ἐπ-) Ἡρόδ. 1. 120· πρκμ. ἔζωκα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3684· ἀπαρέμφ. ζόειν παρὰ Σιμων. Ἰαμβ. 1. 17, Ἀνθ. Π. 13. 21· καὶ ἐνεστ. ζωῶ (-έω) ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 8846· (-όω) [[αὐτόθι]] 8792. (Πιθανῶς ὁ ἐξ ἀρχῆς [[τύπος]] ἦτο διάω (ἄω, spiro)· πρβλ. Σανσκρ. yiv (vivo), πρβλ. Ζ ζ ΙΙ. 3.) Ι. Κυρίως ἐπὶ τοῦ βίου τῶν ζῴων, ζῶ, Ὅμ. κλ. (ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ φυτῶν, ζῆν κοινὸν [[εἶναι]] φαίνεται καὶ τοῖς φυτοῖς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 12)· ἐλέγχιστε ζωόντων, ἀχρειότατε μεταξὺ τῶν ζώντων, Ὀδ. Κ. 72· ζώειν καὶ ὁρᾶν [[φάος]] ἠελίοιο Ἰλ. Ω. 558· ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο Α. 88, πρβλ. Ὀδ. Π. 439· ζῶν καὶ βλέπων Αἰσχύλ. Ἀγ. 677· ζώει τε καὶ ἐστὶν Ὀδ. Ω. 263· ζώντων καὶ ὄντων Δημ. 248. 25· τοῦ εἶναί τε καὶ ζῆν [[ἕνεκα]] Πλάτ. Πολ. 369D· ζῶσα καὶ ἐγρηγορυῖα ὁ αὐτ. Νόμ. 809D· ζῶν καὶ [[ἔμψυχος]] Φαίδρ. 276A· [[ῥεῖα]] ζώοντες, ζῶντες ἐυκόλως, εὐδαιμόνως, ἐπὶ τῶν θεῶν, Ἰλ. Ζ. 158, κ. ἀλλ.· ζῶν κατακαυθῆναι, νὰ καυθῇ ζῶν, Ἡρόδ. 1. 86· - μετ’ αἰτ. χρόνου, ζ. ἤματα πάντα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 222, κλ.· ὀλίγα ἔτεα Ἡρόδ. 3. 22· - μετὰ δοτ. τρόπου, δμῶες..., ἄλλα τε πολλά, οἷσίν τ’ εὖ ζώουσι, δι’ ὧν ζῶσι [[καλῶς]], Ὀδ. Ν. 423., Τ, 79· κολάκων πονηρίᾳ Ἀριστοφ. Θεσμ. 868, πρβλ. Δημ. 1390. 11· οὕτω, ζ. ἐπί τινι Ἀνδοκ. 13. 30, Ἰσοκρ. 211D· - [[ὡσαύτως]], ζῶ ἀπό τινος, ζῶ ἔκ τινος, Θέογν. 1152, Ἡρόδ. 1. 216., 2. 36., 4. 22, Ἀριστοφ. Εἰρ. 850, κτλ. (πρβλ. [[ἀποζάω]])· ἔκ τινος ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 591, Δημ. 1309. 26· - μετὰ μετοχ., ζῶ συκοφαντῶν Ἀνδοκ. 13. 25· ἐργαζόμενοι Ἀριστ. Πολ. 4. 6, 2· - μετὰ δοτ. ἠθικῆς, ζῆν ἑαυτῷ, δι’ ἑαυτόν, Εὐρ. Ἴωνι 646, Ἀριστοφ. Πλ. 470, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 257· - τὸ ζῆν = ζωή, Αἰσχύλ. Πρ. 681, Πλάτ. Φαίδωνι 77Ε, κλ.· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ ἄρθρου, εἰς ἕτερον ζῆν ὁ αύτ. Ἀξ. 365D· - ζήτω ὁ [[βασιλεύς]], ὡς παρ’ ἡμῖν ἐπὶ ἐπευφημίας, Ἑβδ. (1 Βασιλ. ι΄, 24)· βασιλεῦ, εἰς τὸν αἰῶνα ζῆθι [[αὐτόθι]] (Δαν. ε΄, 10). 2) ζῶ, [[διέρχομαι]] τὴν ζωήν μου, μετὰ συστοίχου αἰτ., ζώεις δ’ ἀγαθὸν βίον Ὀδ. Ο. 491· ζ. βίον μοχθηρὸν Σοφ. Ἠλ. 599, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 249, Ἀριστοφ. Σφηξ. 506, κτλ.· καλὸν βίοτον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 174· ζόην τὴν αὐτὴν Ἡρόδ. 4. 112, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 344E· τὸν βίον ἀσφαλῶς Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5· ἀνθρώπων βίον Σοφ. Ἀποσπ. 517· νυμφίων βίον Ἀριστοφ. Ὄρν. 161· [[ὡσαύτως]], ζ. ἀβλαβεῖ βίῳ Σοφ. Ἠλ. 650, πρβλ. Τρ. 168· εὖ ζῆν ὁ αὐτ. Φ. 505· κακῶς ὁ αὐτ. Ο. Κ. 799· ζ. [[δοῦλος]] ὁ αὐτ. Ο. Τ. 410· - ὡς μεταβατ., ἐκ τῶν ἄλλων ὧν ἔζης (= ἃ ἐν τῷ βίῳ ἔπραττες), ἐκ τῶν ἄλλων πράξεων τῆς ζωῆς σου, Δημ. 559, 1· ποιεῖσθαι φθόνον ἐξ ὧν ζῇς ὁ αὐτ. 577. 24· ἴδε ἐν λ. [[βιόω]]. 3) ζῆσαι, μεταβατ. = δοῦναι ζωήν, Ἑβδ. (Ψαλ. 40, 2, κ. ἀλλ.). ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. vivere, vigere, εἶμαι ἐν τῇ πλήρει ἀκμῇ τῆς ζωῆς, εἶμαι [[ἀκμαῖος]], [[ὄλβος]] ζώει [[μάσσων]] Πίνδ. Ι. 5. 8· ἄτης θύελλαι ζῶσι Αἰσχύλ. Ἀγ. 819· ζῶντι χρωμένη ποδὶ Σοφ. Ἀποσπ. 751· μαντεῖα ἀεὶ ζῶντα περιπωτᾶται ὁ αὐτ. Ο. Τ. 482· ἀεὶ ζῇ [[ταῦτα]] [[νόμιμα]] ὁ αὐτ. Ἀντ. 457· τὰς ξυμφορὰς τῶν βουλευμάτων ζώσας [[μάλιστα]], ἐχούσας μεγάλην ζωικὴν δύναμιν, διαμενούσας, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 45· χρόνῳ τῷ ζῶντι καὶ παρόντι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 1169· ζῶσα [[φλόξ]], ζωντανὸν πῦρ, Εὐρ. Βάκχ. 8· - [[ἐντεῦθεν]], ἀντίθ. βιῶναι (διελθεῖν τὸν βίον), βιοὺς μὲν ἔτη τόσα, ζήσας δὲ ἔτη ἑπτὰ Δίων Κ. 69. 19, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 11· παροιμ., ζεῖ [[χύτρα]], ζῇ [[φιλία]].
|elnltext=ζάω, zie ζήω.
}}
{{elru
|elrutext='''ζάω:''' (fut. ζήσω и [[ζήσομαι]], aor. [[ἔζησα]], pf. [[ἔζηκα]], ppf. ἐζήκειν; opt. [[ζῴην]]; в атт. aor., pf. и ppf. обычно заменяются соотв. формами к [[βιόω]])<br /><b class="num">1)</b> [[жить]], [[быть в живых]] (ἔτεα ὀλίγα Her.): [[ἄλλοτε]] μὲν ζώουσιν ἑτερήμεροι, [[ἄλλοτε]] δὲ [[τεθνᾶσι]] Hom. (в подземном царстве Кастор и Полидевк) один день живы, другой - мертвы, т. е. попеременно оживают и умирают; οἱ ζῶντες Hom., NT живущие, живые; [[πᾶν]] τὸ [[ζῶν]] Plat. все живое; [[ἐμεῦ]] ζῶντος Hom. покуда я жив; τὸ [[ζῆν]] Plat., Arst. = [[ζωή]]; τοῦ εἶναί τὲ καὶ [[ζῆν]] [[ἕνεκα]] Plat. для того, чтобы существовать и жить; ζῶντα κατακαυθῆναι Her. быть заживо сожженным; εἰς τὸ ζ. [[ἰέναι]] Plat. являться на свет, рождаться;<br /><b class="num">2)</b> [[жить]], [[проводить жизнь]] (εὖ Hom.; ἀβλαβεῖ βίῳ Soph.; ἐπιπονώτατα Xen.; ἐν ἐπιτηδεύμασιν ἐπιεικέσιν Arst.): ζ. πρός τινα (πρός τι) Arst. и ζ. τινι Plut. жить для кого(чего)-л.;<br /><b class="num">3)</b> [[жить]], [[получать пропитание]], [[питаться]] (ἀπὸ κτηνέων καὶ ἰχθύων Her.; καρποῖς Dem.; ἔκ τινος Arph., Xen., Dem.): ζ. βίον μοχθηρόν Soph. вести жалкую жизнь; ἔχουσι ἐργαζόμενοι ζ. Arst. им приходится жить своим трудом; οὐκ ἐπ᾽ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ὁ [[ἄνθρωπος]] погов. NT не единым хлебом будет жив человек;<br /><b class="num">4)</b> [[быть в разгаре или в движении]]: ζῶσα [[φλόξ]] Eur. живое (яркое) пламя; [[ὕδωρ]] [[ζῶν]] NT живая (проточная), перен. животворящая вода; [[γεωργία]] ζῶσα Arst. кочевое земледелие;<br /><b class="num">5)</b> [[быть в силе]], [[быть действительным]] ([[ἀεί]] ποτε ζῇ [[ταῦτα]], sc. [[νόμιμα]] Soph.): ἄτης θύελλαι ζῶσι Aesch. бури бедствия (еще) не утихли; αἱ ξυμφοραὶ [[ζῶσαι]] [[μάλιστα]] τῶν βουλευμάτων Soph. весьма живые, т. е. благотворные последствия указаний (Эдипа).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 40: Line 43:
|lsmtext='''ζάω:''' <i>ζῇς</i>, <i>ζῇ</i>, <i>ζῆτε</i>, προστ. <i>ζῆ</i>, απαρ. [[ζῆν]] (τα <i>αει</i> και <i>αε</i> συναιρούνται σε <i>η</i>)· ευκτ. [[ζῴην]], παρατ. [[ἔζων]], μέλ. <i>ζήσω</i> ή [[ζήσομαι]], αόρ. αʹ [[ἔζησα]]· Επικ. και Ιων. ενεστ. [[ζώω]], Επικ. απαρ. [[ζωέμεναι]], <i>-[[έμεν]]</i>, Επικ. παρατ. <i>ἔζωον</i>, Ιων. [[ζώεσκον]], αόρ. αʹ <i>ἔζωσα</i>· μεταγεν., απαντάται τύπο ενεστ. <i>ζόω</i>,<br /><b class="num">I.</b> ζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐλέγχιστε ζωόντων</i>, αχρειότατε εσύ [[ανάμεσα]] στους ανθρώπους που βρίσκονται στη [[ζωή]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ζώειν]] καὶ ὁρᾶν [[φάος]] ἠελίοιο, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ῥεῖα]] ζώοντες, αυτοί που ζουν σε [[κατάσταση]] ευδαιμονίας, λέγεται για τους θεούς, στο ίδ.· [[ζῶν]] κατακαυθῆναι, καίγομαι [[ζωντανός]] (ως [[μέσο]] θανάτωσης), σε Ηρόδ.· επίσης, [[ζῆν]] ἀπό τινος, ζω με ή από [[κάτι]], σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.· τὸ [[ζῆν]] = [[ζωή]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· με μτβ. [[σημασία]], ἐκ [[τῶν]] ἄλλων ὧν ἔζης (= <i>ἃ ἐν τῷ βίῳ ἔπραττες</i>), από τις άλλες πράξεις της ζωής [[σου]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., βρίσκομαι σε πλήρη [[δύναμη]] και [[ακμή]], είμαι [[ισχυρός]] και [[σθεναρός]]· <i>ἄτης θύελλαι ζῶσι</i>, σε Αισχύλ.· ἀεὶ ζῇ [[ταῦτα]] ([[νόμιμα]]), σε Σοφ.· ζῶσα [[φλόξ]], ζωντανή [[φωτιά]], δηλ. [[φωτιά]] που καίει με [[δύναμη]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ζάω:''' <i>ζῇς</i>, <i>ζῇ</i>, <i>ζῆτε</i>, προστ. <i>ζῆ</i>, απαρ. [[ζῆν]] (τα <i>αει</i> και <i>αε</i> συναιρούνται σε <i>η</i>)· ευκτ. [[ζῴην]], παρατ. [[ἔζων]], μέλ. <i>ζήσω</i> ή [[ζήσομαι]], αόρ. αʹ [[ἔζησα]]· Επικ. και Ιων. ενεστ. [[ζώω]], Επικ. απαρ. [[ζωέμεναι]], <i>-[[έμεν]]</i>, Επικ. παρατ. <i>ἔζωον</i>, Ιων. [[ζώεσκον]], αόρ. αʹ <i>ἔζωσα</i>· μεταγεν., απαντάται τύπο ενεστ. <i>ζόω</i>,<br /><b class="num">I.</b> ζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐλέγχιστε ζωόντων</i>, αχρειότατε εσύ [[ανάμεσα]] στους ανθρώπους που βρίσκονται στη [[ζωή]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ζώειν]] καὶ ὁρᾶν [[φάος]] ἠελίοιο, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ῥεῖα]] ζώοντες, αυτοί που ζουν σε [[κατάσταση]] ευδαιμονίας, λέγεται για τους θεούς, στο ίδ.· [[ζῶν]] κατακαυθῆναι, καίγομαι [[ζωντανός]] (ως [[μέσο]] θανάτωσης), σε Ηρόδ.· επίσης, [[ζῆν]] ἀπό τινος, ζω με ή από [[κάτι]], σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.· τὸ [[ζῆν]] = [[ζωή]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· με μτβ. [[σημασία]], ἐκ [[τῶν]] ἄλλων ὧν ἔζης (= <i>ἃ ἐν τῷ βίῳ ἔπραττες</i>), από τις άλλες πράξεις της ζωής [[σου]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., βρίσκομαι σε πλήρη [[δύναμη]] και [[ακμή]], είμαι [[ισχυρός]] και [[σθεναρός]]· <i>ἄτης θύελλαι ζῶσι</i>, σε Αισχύλ.· ἀεὶ ζῇ [[ταῦτα]] ([[νόμιμα]]), σε Σοφ.· ζῶσα [[φλόξ]], ζωντανή [[φωτιά]], δηλ. [[φωτιά]] που καίει με [[δύναμη]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ζάω:''' (fut. ζήσω и [[ζήσομαι]], aor. [[ἔζησα]], pf. [[ἔζηκα]], ppf. ἐζήκειν; opt. [[ζῴην]]; в атт. aor., pf. и ppf. обычно заменяются соотв. формами к [[βιόω]])<br /><b class="num">1)</b> [[жить]], [[быть в живых]] (ἔτεα ὀλίγα Her.): [[ἄλλοτε]] μὲν ζώουσιν ἑτερήμεροι, [[ἄλλοτε]] δὲ [[τεθνᾶσι]] Hom. (в подземном царстве Кастор и Полидевк) один день живы, другой - мертвы, т. е. попеременно оживают и умирают; οἱ ζῶντες Hom., NT живущие, живые; [[πᾶν]] τὸ [[ζῶν]] Plat. все живое; [[ἐμεῦ]] ζῶντος Hom. покуда я жив; τὸ [[ζῆν]] Plat., Arst. = [[ζωή]]; τοῦ εἶναί τὲ καὶ [[ζῆν]] [[ἕνεκα]] Plat. для того, чтобы существовать и жить; ζῶντα κατακαυθῆναι Her. быть заживо сожженным; εἰς τὸ ζ. [[ἰέναι]] Plat. являться на свет, рождаться;<br /><b class="num">2)</b> [[жить]], [[проводить жизнь]] (εὖ Hom.; ἀβλαβεῖ βίῳ Soph.; ἐπιπονώτατα Xen.; ἐν ἐπιτηδεύμασιν ἐπιεικέσιν Arst.): ζ. πρός τινα (πρός τι) Arst. и ζ. τινι Plut. жить для кого(чего)-л.;<br /><b class="num">3)</b> [[жить]], [[получать пропитание]], [[питаться]] (ἀπὸ κτηνέων καὶ ἰχθύων Her.; καρποῖς Dem.; ἔκ τινος Arph., Xen., Dem.): ζ. βίον μοχθηρόν Soph. вести жалкую жизнь; ἔχουσι ἐργαζόμενοι ζ. Arst. им приходится жить своим трудом; οὐκ ἐπ᾽ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ὁ [[ἄνθρωπος]] погов. NT не единым хлебом будет жив человек;<br /><b class="num">4)</b> [[быть в разгаре или в движении]]: ζῶσα [[φλόξ]] Eur. живое (яркое) пламя; [[ὕδωρ]] [[ζῶν]] NT живая (проточная), перен. животворящая вода; [[γεωργία]] ζῶσα Arst. кочевое земледелие;<br /><b class="num">5)</b> [[быть в силе]], [[быть действительным]] ([[ἀεί]] ποτε ζῇ [[ταῦτα]], sc. [[νόμιμα]] Soph.): ἄτης θύελλαι ζῶσι Aesch. бури бедствия (еще) не утихли; αἱ ξυμφοραὶ [[ζῶσαι]] [[μάλιστα]] τῶν βουλευμάτων Soph. весьма живые, т. е. благотворные последствия указаний (Эдипа).
|lstext='''ζάω''': συναιροῦν τὰ αει, αε εἰς ῃ, η, ζῇς, ζῇ, ζῆτε· προστ. ζη Σοφ. Ἀποσπ. 181, Εὐρ. Ι. Τ. 687, μεταγεν. ζῆθι, Μένανδ. Μονοστ. 191, Ἀνθ. Π. 10. 43 (ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡρῳδιαν. σ. 316 Herm.)· ἐυκτ. ζῴην· ἀπαρ. ζῆν· παρατ. ἔζων Σοφ. Ἠλ. 323, Ἀριστοφ. Βατρ. 1072· ἔζην ἐν χειρογρ. τοῦ Δημ. 702. 2 εἶνε ἐσφαλμένος [[τύπος]] σχηματισθεὶς κατὰ τὰ ἔζης, ἔζη, ἐζῆτε (συνῃρ. ἐκ τῶν ἔζαες κλ.)·· γ΄ πληθ. ἔζων Ἀριστοφ. Σφηξ. 709, Πλάτ. Νόμ. 679C· μέλλ. ζήσω Ἀριστοφ. Πλ. 263, Πλάτ. Πολ. 465D, Μένανδ. Μονοστ. 185· ἢ ζήσομαι Ἱππ. 247. 27, Δημ. 794. 20, Ἀριστ. Πολ. 7. 6, 7· ἀόρ. ἔζησα Ἱππ. 36, 16, Ἀνθ. Π. 7. 470, Πλούτ., κτλ.· πρκμ. ἔζηκα Ἀριστ. Μεταφ. 8. 6, 8, Διον. Ἁλ. 5. 68, κλ.· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ὁ ἀόρ. καὶ ὁ πρκμ. κατὰ τὸ πλεῖστον παρελήφθησαν ἐκ τοῦ [[βιόω]]. Πλὴν τῆς μετοχ. ζῶντος, Ἰλ. Α. 88, ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν Ἰων. ἐνεστ. ζώω ([[ὅστις]] ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Πινδ., Ἡροδ. καὶ ἐν τοῖς χορικοῖς τῶν Τραγ., ὡς Σοφ. Ἠλ. 157, Ο. Κ. 1213, Ἀποσπ. 685)· ἀπαρ. ζωέμεναι, -έμεν, Ὀδ. Η. 149, Ω. 436· παρατ. ἔζωον Χ. 245, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 112, Ἡρόδ. 4. 112· Ἰων. ζώεσκον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 90, Βίων 1. 30· ἀόρ. ἔζωσα (ἐπ-) Ἡρόδ. 1. 120· πρκμ. ἔζωκα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3684· ἀπαρέμφ. ζόειν παρὰ Σιμων. Ἰαμβ. 1. 17, Ἀνθ. Π. 13. 21· καὶ ἐνεστ. ζωῶ (-έω) ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 8846· (-όω) [[αὐτόθι]] 8792. (Πιθανῶς ὁ ἐξ ἀρχῆς [[τύπος]] ἦτο διάω (ἄω, spiro)· πρβλ. Σανσκρ. yiv (vivo), πρβλ. Ζ ζ ΙΙ. 3.) Ι. Κυρίως ἐπὶ τοῦ βίου τῶν ζῴων, ζῶ, Ὅμ. κλ. (ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ φυτῶν, ζῆν κοινὸν [[εἶναι]] φαίνεται καὶ τοῖς φυτοῖς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 12)· ἐλέγχιστε ζωόντων, ἀχρειότατε μεταξὺ τῶν ζώντων, Ὀδ. Κ. 72· ζώειν καὶ ὁρᾶν [[φάος]] ἠελίοιο Ἰλ. Ω. 558· ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο Α. 88, πρβλ. Ὀδ. Π. 439· ζῶν καὶ βλέπων Αἰσχύλ. Ἀγ. 677· ζώει τε καὶ ἐστὶν Ὀδ. Ω. 263· ζώντων καὶ ὄντων Δημ. 248. 25· τοῦ εἶναί τε καὶ ζῆν [[ἕνεκα]] Πλάτ. Πολ. 369D· ζῶσα καὶ ἐγρηγορυῖα ὁ αὐτ. Νόμ. 809D· ζῶν καὶ [[ἔμψυχος]] Φαίδρ. 276A· [[ῥεῖα]] ζώοντες, ζῶντες ἐυκόλως, εὐδαιμόνως, ἐπὶ τῶν θεῶν, Ἰλ. Ζ. 158, κ. ἀλλ.· ζῶν κατακαυθῆναι, νὰ καυθῇ ζῶν, Ἡρόδ. 1. 86· - μετ’ αἰτ. χρόνου, ζ. ἤματα πάντα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 222, κλ.· ὀλίγα ἔτεα Ἡρόδ. 3. 22· - μετὰ δοτ. τρόπου, δμῶες..., ἄλλα τε πολλά, οἷσίν τ’ εὖ ζώουσι, δι’ ὧν ζῶσι [[καλῶς]], Ὀδ. Ν. 423., Τ, 79· κολάκων πονηρίᾳ Ἀριστοφ. Θεσμ. 868, πρβλ. Δημ. 1390. 11· οὕτω, ζ. ἐπί τινι Ἀνδοκ. 13. 30, Ἰσοκρ. 211D· - [[ὡσαύτως]], ζῶ ἀπό τινος, ζῶ ἔκ τινος, Θέογν. 1152, Ἡρόδ. 1. 216., 2. 36., 4. 22, Ἀριστοφ. Εἰρ. 850, κτλ. (πρβλ. [[ἀποζάω]])· ἔκ τινος ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 591, Δημ. 1309. 26· - μετὰ μετοχ., ζῶ συκοφαντῶν Ἀνδοκ. 13. 25· ἐργαζόμενοι Ἀριστ. Πολ. 4. 6, 2· - μετὰ δοτ. ἠθικῆς, ζῆν ἑαυτῷ, δι’ ἑαυτόν, Εὐρ. Ἴωνι 646, Ἀριστοφ. Πλ. 470, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 257· - τὸ ζῆν = ζωή, Αἰσχύλ. Πρ. 681, Πλάτ. Φαίδωνι 77Ε, κλ.· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ ἄρθρου, εἰς ἕτερον ζῆν ὁ αύτ. Ἀξ. 365D· - ζήτω ὁ [[βασιλεύς]], ὡς παρ’ ἡμῖν ἐπὶ ἐπευφημίας, Ἑβδ. (1 Βασιλ. ι΄, 24)· βασιλεῦ, εἰς τὸν αἰῶνα ζῆθι [[αὐτόθι]] (Δαν. ε΄, 10). 2) ζῶ, [[διέρχομαι]] τὴν ζωήν μου, μετὰ συστοίχου αἰτ., ζώεις δ’ ἀγαθὸν βίον Ὀδ. Ο. 491· ζ. βίον μοχθηρὸν Σοφ. Ἠλ. 599, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 249, Ἀριστοφ. Σφηξ. 506, κτλ.· καλὸν βίοτον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 174· ζόην τὴν αὐτὴν Ἡρόδ. 4. 112, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 344E· τὸν βίον ἀσφαλῶς Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5· ἀνθρώπων βίον Σοφ. Ἀποσπ. 517· νυμφίων βίον Ἀριστοφ. Ὄρν. 161· [[ὡσαύτως]], ζ. ἀβλαβεῖ βίῳ Σοφ. Ἠλ. 650, πρβλ. Τρ. 168· εὖ ζῆν αὐτ. Φ. 505· κακῶς ὁ αὐτ. Ο. Κ. 799· ζ. [[δοῦλος]] ὁ αὐτ. Ο. Τ. 410· - ὡς μεταβατ., ἐκ τῶν ἄλλων ὧν ἔζης (= ἃ ἐν τῷ βίῳ ἔπραττες), ἐκ τῶν ἄλλων πράξεων τῆς ζωῆς σου, Δημ. 559, 1· ποιεῖσθαι φθόνον ἐξ ὧν ζῇς ὁ αὐτ. 577. 24· ἴδε ἐν λ. [[βιόω]]. 3) ζῆσαι, μεταβατ. = δοῦναι ζωήν, Ἑβδ. (Ψαλ. 40, 2, κ. ἀλλ.). ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. vivere, vigere, εἶμαι ἐν τῇ πλήρει ἀκμῇ τῆς ζωῆς, εἶμαι [[ἀκμαῖος]], [[ὄλβος]] ζώει [[μάσσων]] Πίνδ. Ι. 5. 8· ἄτης θύελλαι ζῶσι Αἰσχύλ. Ἀγ. 819· ζῶντι χρωμένη ποδὶ Σοφ. Ἀποσπ. 751· μαντεῖα ἀεὶ ζῶντα περιπωτᾶται ὁ αὐτ. Ο. Τ. 482· ἀεὶ ζῇ [[ταῦτα]] [[νόμιμα]] ὁ αὐτ. Ἀντ. 457· τὰς ξυμφορὰς τῶν βουλευμάτων ζώσας [[μάλιστα]], ἐχούσας μεγάλην ζωικὴν δύναμιν, διαμενούσας, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 45· χρόνῳ τῷ ζῶντι καὶ παρόντι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 1169· ζῶσα [[φλόξ]], ζωντανὸν πῦρ, Εὐρ. Βάκχ. 8· - [[ἐντεῦθεν]], ἀντίθ. βιῶναι (διελθεῖν τὸν βίον), βιοὺς μὲν ἔτη τόσα, ζήσας δὲ ἔτη ἑπτὰ Δίων Κ. 69. 19, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 11· παροιμ., ζεῖ [[χύτρα]], ζῇ [[φιλία]].
}}
{{elnl
|elnltext=ζάω, zie ζήω.
}}
}}
{{etym
{{etym