κίων: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<span class="bld">1</span>ονος (ὁ, <i>ion. et poét.</i> ἡ)<br /><b>I.</b> colonne :<br /><b>1</b> colonne pour supporter un édifice;<br /><b>2</b> colonne funéraire;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> météore céleste.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>arm.</i> siwn « colonne » ; les deux mots pê empruntés, mais on ne sait à quoi.<br /><span class="bld">2</span><i>part. prés. de</i> [[κίω]].
|btext=<span class="bld">1</span>ονος (ὁ, <i>ion. et poét.</i> ἡ)<br /><b>I.</b> colonne :<br /><b>1</b> colonne pour supporter un édifice;<br /><b>2</b> colonne funéraire;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> météore céleste.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>arm.</i> siwn « colonne » ; les deux mots pê empruntés, mais on ne sait à quoi.<br /><span class="bld">2</span><i>part. prés. de</i> [[κίω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κίων''': ῑ, ονος, παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν τῇ Ὀδ. ἐν χρήσει) κατὰ τὸ πλεῖστον θηλ.· ἀλλ’ ἀρσ. ἐν Θ. 66, 473., Τ. 38· καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ. (ὡς Ἀριστοφ. Σφ. 105, κτλ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 108)· ὁ Ἡρόδ. ἔχει τὴν λέξ. ὡς ἀρσ. γένους, 4. 184· ἀλλ’ ὡς θηλ. 1. 92, οὕτω δὲ καὶ παρὰ Πινδ. Κίων, [[στῦλος]], λατ. columna, παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῶν ὑποστηριζόντων τὴν στέγην [[μεγάλης]] αἰθούσης κιόνων, Ὀδ. Τ. 38· [[πολλάκις]] ἄνθρωποι στηρίζουσι τὸ σῶμά των ἐπ’ αὐτῶν, ὡς ἐν Ζ. 307., Θ. 66., Ψ. 90· [[ὡσαύτως]] στηρίζουσι τὰ δόρατά των ἢ κρεμῶσι τὰ τόξα των ἐξ αὐτῶν, ὡς ἐν Α. 127., Ρ. 29, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 8· βραδύτερον ἐχρησίμευε καὶ [[ὅπως]] προσδένωσιν εἰς αὐτὸν τὸν μαστιγούμενον, Σοφ. Αἴ. 108 ([[ἔνθα]] ἴδε Λοβέκ.), Αἰσχίν. 9. 1· παροιμ. ἔσθιε... τοὺς Μεγακλέους κίονας, [[διότι]] [[ἐκεῖνος]] ἐκ κενοδοξίας τοσαῦτα ἐδαπάνησεν εἰς τοιαῦτα, [[ὥστε]] οὐδὲν κατελείφθη αὐτῷ, εἰ μὴ οἱ κίονες τῆς αὐλῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 815. 2) ἐν Ὀδ. Α. 53, ἐπὶ τῶν κιόνων οἵτινες κρατοῦσι χωριστὰ τὸν οὐρανὸν ἀπὸ τὴν γῆν καὶ οὓς ἐφύλαττεν ὁ Ἄτλας· ὁ Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 349 παριστᾷ τὸν Ἄτλαντα πρὸς τοὺς δυτικοὺς τόπους ἱστάμενον καὶ ἐν ὤμοις βαστάζοντα τοὺς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς κίονας, ὅς... ἕστηκε κίον’ (δυϊκὸν) οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς ὤμοις ἐρείδων, καὶ ὁ Ἡρόδ. 4. 184, ἀποδίδει τὸ [[ὄνομα]] [[κίων]] εἰς τὸ [[ὄρος]] Ἄτλαντα· ― [[οὕτως]] ἡ Αἴτνη καλεῖται [[κίων]] οὐρανία παρὰ Πινδ. Π. 1. 34· ― περὶ τῶν Ἡρακλείων στηλῶν ἴδε ἐν λέξ. [[Ἡράκλειος]]. ΙΙ. [[ἐπιτύμβιος]] [[κίων]], Ἀνθ. Π. 7. 163· ῥητῶς διακρινόμενος ἀπὸ τοῦ [[στήλη]] παρ’ Ἀνδοκ. 6. 15, πρβλ. Becker εἰς Χαρικλ. 395· κ. [[τετράπλευρος]] = [[ὀβελίσκος]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1061. ΙΙΙ. [[σταφυλή]], λατ. columella, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 979, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 11, κτλ.· πρβλ. [[κιονίς]]. IV. τὸ [[διάφραγμα]] τῶν μυκτήρων, ἢ τὸ [[ὑπὲρ]] τὸ [[διάγραμμα]] προέχον σαρκῶδες, ὡς ἐπὶ τὸ [[χεῖλος]] φέρον, Πολυδ. Βϳ, 79, 80. V. [[εἶδος]] μετεώρου, Ἡρακλείδ. παρὰ Πλουτ. 2. 893Β. VI. [[εἶδος]] σαρκώδους ἐκφύματος, Ἱππ. 581. 53., 675. 2 ([[ἔνθα]] φέρεται κιών, ὀξυτόνως).
|elnltext=κίων -ονος, ὁ en ἡ ep. dat. plur. κιόνεσσιν zuil, pilaar:; ἔγχος... ἔστησε... πρὸς κίονα μακρήν zijn lans zette hij tegen een grote pilaar Od. 1.127; uitbr.:; ὁ κίων τοῦ οὐρανοῦ de pilaar van de hemel (= het Atlasgebergte ) Hdt. 4.184.4; ook van pers. huig (lichaamsdeel).
}}
{{elru
|elrutext='''κίων:''' ονος (ῑ) ἡ и ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[столб]], [[колонна]] (κίονες [[ὑψόσε]] ἔχοντες Hom.; κ. ἑρκείου στέγης Soph.; ὑπερείδων τὴν ὀροφὴν κ. Plut.): Ἡρακλέος κίονες Pind. (чаще στῆλαι) Геракловы столпы (ныне Гибралтарский пролив); κ. [[οὐρανία]] Pind. небесный столб (о подпирающей небо Этне), ἔσθιε ἐλθὼν τοὺς Μεγακλέους κίονας Arph. пойди, поешь столбы (в доме) Мегакла, т. е. у Мегакла ничего не осталось, кроме столбов его дома;<br /><b class="num">2)</b> (= [[στήλη]]) могильный столб, памятник (ὑπὸ κίονα κεῖσθαι Anth.);<br /><b class="num">3)</b> анат. [[язычок]] (мягкого неба) Arst.;<br /><b class="num">4)</b> «[[столб]]» (вид метеора) Plut.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κίων:''' [ῑ], -ονος, ὁ ή ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κολόνα]], [[στύλος]], Λατ. [[columna]], σε Ομήρ. Οδ.· [[στύλος]] μαστιγώματος, σε Σοφ., Αισχίν.· παροιμ., <i>ἔσθιε τοὺς Μεγακλέους [[κίονας]]</i>, <i>«</i>έφαγε τους κίονες της αυλής του», εφόσον υπήρξε [[σπάταλος]], δεν είχε [[τίποτα]] [[άλλο]] να δώσει, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ., οι κίονες που φρουρούσε ο Άτλας, και κρατούσαν [[χωριστά]] τη γη από τον ουρανό, σε Ομήρ. Οδ.· ενώ στον Ηρόδ. το [[βουνό]] Άτλας είναι ὁ [[κίων]] τοῦ οὐρανοῦ.<br /><b class="num">II.</b> επιτύμβια [[στήλη]], [[κίονας]], σε Ανθ.
|lsmtext='''κίων:''' [ῑ], -ονος, ὁ ή ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κολόνα]], [[στύλος]], Λατ. [[columna]], σε Ομήρ. Οδ.· [[στύλος]] μαστιγώματος, σε Σοφ., Αισχίν.· παροιμ., <i>ἔσθιε τοὺς Μεγακλέους [[κίονας]]</i>, <i>«</i>έφαγε τους κίονες της αυλής του», εφόσον υπήρξε [[σπάταλος]], δεν είχε [[τίποτα]] [[άλλο]] να δώσει, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> στον πληθ., οι κίονες που φρουρούσε ο Άτλας, και κρατούσαν [[χωριστά]] τη γη από τον ουρανό, σε Ομήρ. Οδ.· ενώ στον Ηρόδ. το [[βουνό]] Άτλας είναι ὁ [[κίων]] τοῦ οὐρανοῦ.<br /><b class="num">II.</b> επιτύμβια [[στήλη]], [[κίονας]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κίων:''' ονος () ἡ и <br /><b class="num">1)</b> [[столб]], [[колонна]] (κίονες [[ὑψόσε]] ἔχοντες Hom.; κ. ἑρκείου στέγης Soph.; ὑπερείδων τὴν ὀροφὴν κ. Plut.): Ἡρακλέος κίονες Pind. (чаще στῆλαι) Геракловы столпы (ныне Гибралтарский пролив); κ. [[οὐρανία]] Pind. небесный столб (о подпирающей небо Этне), ἔσθιε ἐλθὼν τοὺς Μεγακλέους κίονας Arph. пойди, поешь столбы (в доме) Мегакла, т. е. у Мегакла ничего не осталось, кроме столбов его дома;<br /><b class="num">2)</b> (= [[στήλη]]) могильный столб, памятник (ὑπὸ κίονα κεῖσθαι Anth.);<br /><b class="num">3)</b> анат. [[язычок]] (мягкого неба) Arst.;<br /><b class="num">4)</b> «[[столб]]» (вид метеора) Plut.
|lstext='''κίων''': ῑ, ονος, παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν τῇ Ὀδ. ἐν χρήσει) κατὰ τὸ πλεῖστον θηλ.· ἀλλ’ ἀρσ. ἐν Θ. 66, 473., Τ. 38· καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ. (ὡς Ἀριστοφ. Σφ. 105, κτλ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 108)· Ἡρόδ. ἔχει τὴν λέξ. ὡς ἀρσ. γένους, 4. 184· ἀλλ’ ὡς θηλ. 1. 92, οὕτω δὲ καὶ παρὰ Πινδ. Κίων, [[στῦλος]], λατ. columna, παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῶν ὑποστηριζόντων τὴν στέγην [[μεγάλης]] αἰθούσης κιόνων, Ὀδ. Τ. 38· [[πολλάκις]] ἄνθρωποι στηρίζουσι τὸ σῶμά των ἐπ’ αὐτῶν, ὡς ἐν Ζ. 307., Θ. 66., Ψ. 90· [[ὡσαύτως]] στηρίζουσι τὰ δόρατά των ἢ κρεμῶσι τὰ τόξα των ἐξ αὐτῶν, ὡς ἐν Α. 127., Ρ. 29, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 8· βραδύτερον ἐχρησίμευε καὶ [[ὅπως]] προσδένωσιν εἰς αὐτὸν τὸν μαστιγούμενον, Σοφ. Αἴ. 108 ([[ἔνθα]] ἴδε Λοβέκ.), Αἰσχίν. 9. 1· παροιμ. ἔσθιε... τοὺς Μεγακλέους κίονας, [[διότι]] [[ἐκεῖνος]] ἐκ κενοδοξίας τοσαῦτα ἐδαπάνησεν εἰς τοιαῦτα, [[ὥστε]] οὐδὲν κατελείφθη αὐτῷ, εἰ μὴ οἱ κίονες τῆς αὐλῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 815. 2) ἐν Ὀδ. Α. 53, ἐπὶ τῶν κιόνων οἵτινες κρατοῦσι χωριστὰ τὸν οὐρανὸν ἀπὸ τὴν γῆν καὶ οὓς ἐφύλαττεν ὁ Ἄτλας· ὁ Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 349 παριστᾷ τὸν Ἄτλαντα πρὸς τοὺς δυτικοὺς τόπους ἱστάμενον καὶ ἐν ὤμοις βαστάζοντα τοὺς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς κίονας, ὅς... ἕστηκε κίον’ (δυϊκὸν) οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς ὤμοις ἐρείδων, καὶ ὁ Ἡρόδ. 4. 184, ἀποδίδει τὸ [[ὄνομα]] [[κίων]] εἰς τὸ [[ὄρος]] Ἄτλαντα· ― [[οὕτως]] ἡ Αἴτνη καλεῖται [[κίων]] οὐρανία παρὰ Πινδ. Π. 1. 34· ― περὶ τῶν Ἡρακλείων στηλῶν ἴδε ἐν λέξ. [[Ἡράκλειος]]. ΙΙ. [[ἐπιτύμβιος]] [[κίων]], Ἀνθ. Π. 7. 163· ῥητῶς διακρινόμενος ἀπὸ τοῦ [[στήλη]] παρ’ Ἀνδοκ. 6. 15, πρβλ. Becker εἰς Χαρικλ. 395· κ. [[τετράπλευρος]] = [[ὀβελίσκος]], Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1061. ΙΙΙ. [[σταφυλή]], λατ. columella, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 979, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 11, κτλ.· πρβλ. [[κιονίς]]. IV. τὸ [[διάφραγμα]] τῶν μυκτήρων, ἢ τὸ [[ὑπὲρ]] τὸ [[διάγραμμα]] προέχον σαρκῶδες, ὡς ἐπὶ τὸ [[χεῖλος]] φέρον, Πολυδ. Βϳ, 79, 80. V. [[εἶδος]] μετεώρου, Ἡρακλείδ. παρὰ Πλουτ. 2. 893Β. VI. [[εἶδος]] σαρκώδους ἐκφύματος, Ἱππ. 581. 53., 675. 2 ([[ἔνθα]] φέρεται κιών, ὀξυτόνως).
}}
{{elnl
|elnltext=κίων -ονος, ὁ en ἡ ep. dat. plur. κιόνεσσιν zuil, pilaar:; ἔγχος... ἔστησε... πρὸς κίονα μακρήν zijn lans zette hij tegen een grote pilaar Od. 1.127; uitbr.:; ὁ κίων τοῦ οὐρανοῦ de pilaar van de hemel (= het Atlasgebergte ) Hdt. 4.184.4; ook van pers. huig (lichaamsdeel).
}}
}}
{{etym
{{etym