Anonymous

κήρυγμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> proclamation par un héraut;<br /><b>2</b> promesse d'une récompense par un héraut.<br />'''Étymologie:''' [[κηρύσσω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> proclamation par un héraut;<br /><b>2</b> promesse d'une récompense par un héraut.<br />'''Étymologie:''' [[κηρύσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κήρυγμα''': τό, ([[κηρύσσω]]) τὸ ὑπὸ τοῦ κήρυκος ἀγγελλόμενον, [[προκήρυξις]], δημοσία γνωστοποίησις, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· κ. ποιέεσθαι Ἡρόδ. 3. 52., 5. 92, 7, κτλ.· ἐκ τοῦ κηρύγματος, διὰ προκηρύξεως, ὁ αὐτ. 6. 78· κ. [[θεῖναι]] τῇ πόλει Σοφ. Ἀντ. 8· τῷ κ. ἐμμένειν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 350, πρβλ. Ἀντ. 454· κ. [[ἀνειπεῖν]] Θουκ. 4. 105· κηρύσσειν Αἰσχίν. 75. 30· γίγνεται κ. Δημ. 253. 7· ― ἀμοιβὴ προκηρυττομένη, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 10, Αἰσχίν. 58. 26.
|elnltext=κήρυγμα -ατος, τό [κηρύσσω] afkondiging, proclamatie:. κ. ποιέεσθαι een proclamatie uitspreken Hdt. 3.52.1; τῷ κ. ἐμμένειν zich houden aan het edict Soph. OT 350. christ. verkondiging, preek.
}}
{{elru
|elrutext='''κήρυγμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[извещение через глашатая]], [[объявление]] (κ. ποιεῖσθαι Her. или κηρύττειν Aeschin.; κ. [[τόδε]] ἀνείπων Thuc.): πανδήμῳ πόλει κ. [[θεῖναι]] Soph. всенародно объявить через глашатая;<br /><b class="num">2)</b> [[приказание]], [[распоряжение]] (через глашатая) Plat.: ἐκ τοῦ κηρύγματος Her. по сигналу глашатая;<br /><b class="num">3)</b> [[проповедь]] (διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαί τινα NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κήρυγμα:''' -ατος, τό ([[κηρύσσω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτό το οποίο αναγγέλλεται από κήρυκα, [[διακήρυξη]], δημόσια [[ανακήρυξη]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[αμοιβή]] που προσφέρεται μέσω δημόσιας αναγόρευσης, σε Ξεν., Αισχίν.
|lsmtext='''κήρυγμα:''' -ατος, τό ([[κηρύσσω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτό το οποίο αναγγέλλεται από κήρυκα, [[διακήρυξη]], δημόσια [[ανακήρυξη]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[αμοιβή]] που προσφέρεται μέσω δημόσιας αναγόρευσης, σε Ξεν., Αισχίν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κήρυγμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[извещение через глашатая]], [[объявление]] (κ. ποιεῖσθαι Her. или κηρύττειν Aeschin.; κ. [[τόδε]] ἀνείπων Thuc.): πανδήμῳ πόλει κ. [[θεῖναι]] Soph. всенародно объявить через глашатая;<br /><b class="num">2)</b> [[приказание]], [[распоряжение]] (через глашатая) Plat.: ἐκ τοῦ κηρύγματος Her. по сигналу глашатая;<br /><b class="num">3)</b> [[проповедь]] (διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαί τινα NT).
|lstext='''κήρυγμα''': τό, ([[κηρύσσω]]) τὸ ὑπὸ τοῦ κήρυκος ἀγγελλόμενον, [[προκήρυξις]], δημοσία γνωστοποίησις, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· κ. ποιέεσθαι Ἡρόδ. 3. 52., 5. 92, 7, κτλ.· ἐκ τοῦ κηρύγματος, διὰ προκηρύξεως, ὁ αὐτ. 6. 78· κ. [[θεῖναι]] τῇ πόλει Σοφ. Ἀντ. 8· τῷ κ. ἐμμένειν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 350, πρβλ. Ἀντ. 454· κ. [[ἀνειπεῖν]] Θουκ. 4. 105· κηρύσσειν Αἰσχίν. 75. 30· γίγνεται κ. Δημ. 253. 7· ― ἀμοιβὴ προκηρυττομένη, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 10, Αἰσχίν. 58. 26.
}}
{{elnl
|elnltext=κήρυγμα -ατος, τό [κηρύσσω] afkondiging, proclamatie:. κ. ποιέεσθαι een proclamatie uitspreken Hdt. 3.52.1; τῷ κ. ἐμμένειν zich houden aan het edict Soph. OT 350. christ. verkondiging, preek.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj