Anonymous

διαμαρτάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<i>f.</i> διαμαρτήσομαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> s'égarer, se tromper complètement : δ. τῆς ὁδοῦ THC faire complètement fausse route;<br /><b>2</b> ne pas obtenir, échouer : τινός en qch ; [[τῶν]] ἐλπίδων ISOCR être déçu dans ses espérances ; <i>abs.</i> échouer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἁμαρτάνω]].
|btext=<i>f.</i> διαμαρτήσομαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> s'égarer, se tromper complètement : δ. τῆς ὁδοῦ THC faire complètement fausse route;<br /><b>2</b> ne pas obtenir, échouer : τινός en qch ; [[τῶν]] ἐλπίδων ISOCR être déçu dans ses espérances ; <i>abs.</i> échouer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἁμαρτάνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαμαρτάνω''': μέλλ. -αμαρτήσομαι (Δημ. 388. 15)· - ἐπιτεταμένον τοῦ [[ἁμαρτάνω]], ἐντελῶς [[ἀποτυγχάνω]], ἐντελῶς παραπλανῶμαι ἀπὸ..., τῆς ὁδοῦ Θουκ. 1. 106· τοῦ πράγματος Δημ. 576, ἐν τέλ., 1228. 10· τοῦ ἑταίρου Πλάτ. Φαίδρ. 257D· τῆς ὀρθοτάτης πολιτείας Ἀριστ. Πολ. 4. 8, 1. 2) [[ἀποτυγχάνω]] ἐντελῶς, δὲν [[ἐπιτυγχάνω]] νὰ [[λάβω]] ἢ ἀποκτήσω, τινὸς Θουκ. 2. 78· τῶν ἐλπίδων Ἰσοκρ. 60Α· τοῦ ἀγῶνος Ἰσαῖ. 61. 26· τῆς εἰρήνης Δημ. 235. 29· δυοῖν χρησίμοιν οὐ δ., δὲν [[ἀποτυγχάνω]] δύο καλῶν πραγμάτων, ὁ αὐτ. 388. 15. 3) ἀπολ., [[ἀποτυγχάνω]] ἐντελῶς· ἀντίθ. [[τυγχάνω]], Πλάτ. Θεαιτ. 178Α· Μάχων Ἐπιστ. 1. 6· γνώμη, ὡς πρὸς τὴν γνώμην ἢ κρίσιν, Δημ. 716. 3., 734. 22· δ. τοῖς ὅλοις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 7· ἐν τῇ ἀρχῇ [[αὐτόθι]] 8. 13, [[περί]] τι ὁ αὐτ. Οἰκ. 2, 1. - Παθ., τὰ πολλὰ… διημαρτημένα, ἐντελεῖς ἀποτυχίαι, Πλάτ. Νόμ. 693Ε, - καὶ ἐπίρρ. διημαρτημένως Κλήμ. Ἀλ. 2, 608 (Migne), Πολυδ. Ϛ', 205.
|elnltext=δι-αμαρτάνω zich vergissen in, met gen.:; δ. τῆς ὁδοῦ zich vergissen in de weg Thuc. 1.106.1; τοῦ ἑταίρου συχνὸν διαμαρτάνεις je vergist je volstrekt in je vriend Plat. Phaedr. 257d; τοῦ πράγματος δ. de plank misslaan Dem. 21.192; met dat.:; δ. τοῖς ὅλοις het volledig mis hebben Aristot. EN 1098b28; abs. een fout begaan:; οὗτος διημάρτηκεν hij heeft een blunder begaan Men. Asp. 110; pass.: τὰ πολλὰ... διημαρτημένα van de meeste (symposia zag ik dat ze) verkeerd verliepen Plat. Lg. 639e. (een doel) missen, niet bereiken, met gen.:; ἐπειδὴ καὶ τούτου διήμαρτον omdat ze ook daarin niet slaagden Thuc. 2.78.1; ὥστε τῆς εἰρήνης ἂν διημαρτήκει zodat hij de vrede niet bereikt zou hebben Dem. 18.30; spreekw.:; θᾶττον ἄν τις ἐν πλοίῳ πεσὼν διαμάρτοι ξύλου nog eerder zou men bij een val in een schip geen plank raken Luc. 29.6; falen, met acc. resp.:. πολλὰ καὶ διαμαρτάνει ἑκάστη; faalt iedere (stad) ook in vele opzichten? Plat. Tht. 178a.
}}
{{elru
|elrutext='''διαμαρτάνω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[глубоко ошибаться]], [[жестоко обманываться]] (τοῦ ἑταίρου Plat.; γνώμῃ Dem.; τῶν πάντων Plut.): τῶν ἐλπίδων ἁπασῶν διημαρτηκότες Isocr. обманувшиеся во всех своих надеждах: τὰ διημαρτημένα Plat. серьезные заблуждения, ошибки;<br /><b class="num">2)</b> [[не достигать]], [[терпеть неудачу]] (περί τινος и ἔν τινι Arst.): δ. τῆς ὁδοῦ Thuc. сбиваться с дороги; δ. τῆς πράγματος Dem. сделать ложный шаг, просчитаться; δ. τῆς ὀρθοτάτης πολιτείας Arst. быть далеким от идеального государственного строя.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διαμαρτάνω:''' μέλ. <i>-αμαρτήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-[[ήμαρτον]]</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ξεστρατίζω]], [[παραστρατώ]], παρασύρομαι από, <i>τῆς ὁδοῦ</i>, σε Θουκ.· [[αποτυγχάνω]] να αποκτήσω, <i>τινός</i>, στον ίδ., σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[αποτυγχάνω]] εντελώς, σε Πλάτ.
|lsmtext='''διαμαρτάνω:''' μέλ. <i>-αμαρτήσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-[[ήμαρτον]]</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ξεστρατίζω]], [[παραστρατώ]], παρασύρομαι από, <i>τῆς ὁδοῦ</i>, σε Θουκ.· [[αποτυγχάνω]] να αποκτήσω, <i>τινός</i>, στον ίδ., σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[αποτυγχάνω]] εντελώς, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαμαρτάνω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[глубоко ошибаться]], [[жестоко обманываться]] (τοῦ ἑταίρου Plat.; γνώμῃ Dem.; τῶν πάντων Plut.): τῶν ἐλπίδων ἁπασῶν διημαρτηκότες Isocr. обманувшиеся во всех своих надеждах: τὰ διημαρτημένα Plat. серьезные заблуждения, ошибки;<br /><b class="num">2)</b> [[не достигать]], [[терпеть неудачу]] (περί τινος и ἔν τινι Arst.): δ. τῆς ὁδοῦ Thuc. сбиваться с дороги; δ. τῆς πράγματος Dem. сделать ложный шаг, просчитаться; δ. τῆς ὀρθοτάτης πολιτείας Arst. быть далеким от идеального государственного строя.
|lstext='''διαμαρτάνω''': μέλλ. -αμαρτήσομαι (Δημ. 388. 15)· - ἐπιτεταμένον τοῦ [[ἁμαρτάνω]], ἐντελῶς [[ἀποτυγχάνω]], ἐντελῶς παραπλανῶμαι ἀπὸ..., τῆς ὁδοῦ Θουκ. 1. 106· τοῦ πράγματος Δημ. 576, ἐν τέλ., 1228. 10· τοῦ ἑταίρου Πλάτ. Φαίδρ. 257D· τῆς ὀρθοτάτης πολιτείας Ἀριστ. Πολ. 4. 8, 1. 2) [[ἀποτυγχάνω]] ἐντελῶς, δὲν [[ἐπιτυγχάνω]] νὰ [[λάβω]] ἢ ἀποκτήσω, τινὸς Θουκ. 2. 78· τῶν ἐλπίδων Ἰσοκρ. 60Α· τοῦ ἀγῶνος Ἰσαῖ. 61. 26· τῆς εἰρήνης Δημ. 235. 29· δυοῖν χρησίμοιν οὐ δ., δὲν [[ἀποτυγχάνω]] δύο καλῶν πραγμάτων, ὁ αὐτ. 388. 15. 3) ἀπολ., [[ἀποτυγχάνω]] ἐντελῶς· ἀντίθ. [[τυγχάνω]], Πλάτ. Θεαιτ. 178Α· Μάχων Ἐπιστ. 1. 6· γνώμη, ὡς πρὸς τὴν γνώμην ἢ κρίσιν, Δημ. 716. 3., 734. 22· δ. τοῖς ὅλοις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 7· ἐν τῇ ἀρχῇ [[αὐτόθι]] 8. 13, 9· [[περί]] τι ὁ αὐτ. Οἰκ. 2, 1. - Παθ., τὰ πολλὰ… διημαρτημένα, ἐντελεῖς ἀποτυχίαι, Πλάτ. Νόμ. 693Ε, - καὶ ἐπίρρ. διημαρτημένως Κλήμ. Ἀλ. 2, 608 (Migne), Πολυδ. Ϛ', 205.
}}
{{elnl
|elnltext=δι-αμαρτάνω zich vergissen in, met gen.:; δ. τῆς ὁδοῦ zich vergissen in de weg Thuc. 1.106.1; τοῦ ἑταίρου συχνὸν διαμαρτάνεις je vergist je volstrekt in je vriend Plat. Phaedr. 257d; τοῦ πράγματος δ. de plank misslaan Dem. 21.192; met dat.:; δ. τοῖς ὅλοις het volledig mis hebben Aristot. EN 1098b28; abs. een fout begaan:; οὗτος διημάρτηκεν hij heeft een blunder begaan Men. Asp. 110; pass.: τὰ πολλὰ... διημαρτημένα van de meeste (symposia zag ik dat ze) verkeerd verliepen Plat. Lg. 639e. (een doel) missen, niet bereiken, met gen.:; ἐπειδὴ καὶ τούτου διήμαρτον omdat ze ook daarin niet slaagden Thuc. 2.78.1; ὥστε τῆς εἰρήνης ἂν διημαρτήκει zodat hij de vrede niet bereikt zou hebben Dem. 18.30; spreekw.:; θᾶττον ἄν τις ἐν πλοίῳ πεσὼν διαμάρτοι ξύλου nog eerder zou men bij een val in een schip geen plank raken Luc. 29.6; falen, met acc. resp.:. πολλὰ καὶ διαμαρτάνει ἑκάστη; faalt iedere (stad) ook in vele opzichten? Plat. Tht. 178a.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -αμαρτήσομαι aor2 -ήμαρτον<br /><b class="num">1.</b> to go [[astray]] from, τῆς ὁδοῦ Thuc.: to [[fail]] of [[obtaining]], τινός Thuc., Dem.<br /><b class="num">2.</b> absol. to [[fail]] [[utterly]], Plat.
|mdlsjtxt=fut. -αμαρτήσομαι aor2 -ήμαρτον<br /><b class="num">1.</b> to go [[astray]] from, τῆς ὁδοῦ Thuc.: to [[fail]] of [[obtaining]], τινός Thuc., Dem.<br /><b class="num">2.</b> absol. to [[fail]] [[utterly]], Plat.
}}
}}