Anonymous

καλιά: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> cabane, hutte;<br /><b>2</b> grenier;<br /><b>3</b> nid d'oiseau.<br />'''Étymologie:''' DELG pê apparenté à [[καλύπτω]].
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> cabane, hutte;<br /><b>2</b> grenier;<br /><b>3</b> nid d'oiseau.<br />'''Étymologie:''' DELG pê apparenté à [[καλύπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κᾰλιά''': Ἰων. καλιή, ἡ, ξυλίνη [[κατοικία]], [[καλύβη]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 372, 501, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 170, Δ. 1095· ἰδίως [[ἀποθήκη]], [[σιτοβολών]], Ἠσυχ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 299, 305· φωλεὰ πτηνοῦ, Θεόκρ. 29. 12, Ψευδο-Φωκυλ. 79, Λουκ. π. τῆς Συρ. Θεοῦ 29, κτλ.· - [[ὡσαύτως]], [[ξύλινος]] σηκὸς περιέχων [[ἄγαλμα]] θεοῦ, ἢ [[σπήλαιον]], Πανός… καλιή Ἀνθ. Π. 6. 253. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καλιαί· νοσσιαὶ ἐκ ξύλων. καὶ ξύλινά τινα περιέχοντα ἀγαλμάτια εἰδώλων. δηλοῖ δὲ καὶ σκηνὴν (ἤ) οἰκίαν». Πρβλ. [[καλιός]]. ῑ παρ’ Ἡσ., κλ.· ἀλλὰ ῐ παρὰ Θεοκρ. καὶ Ψευδο-Φωκυλ..
|elnltext=καλιά -ᾶς, ἡ, Ion. καλιή, Aeol. καλία houten hut; spec. graanschuur. nest:. ποήσαι καλίαν zijn nest bouwen Theocr. 29.12.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰλῑά:''' ион. κᾰλῑή ἡ (Theocr. ῐ)<br /><b class="num">1)</b> [[деревянный домик]], [[хижина]] Hes.;<br /><b class="num">2)</b> [[амбар]] Hes.;<br /><b class="num">3)</b> [[птичье гнездо]] (χελιδόνος Anacr.; ἐν δενδρίῳ Theocr.);<br /><b class="num">4)</b> [[деревянная ниша для статуи божества]] ([[Πανός]] Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κᾰλιά:''' Ιων. -ιή, ἡ, ξύλινη [[κατοικία]], [[καλύβα]], [[σταύλος]], σε Ησίοδ.· [[φωλιά]] πουλιού, σε Θεόκρ. (<i>ῑ</i>, σε Ησίοδ.· <i>ῐ</i>, σε Θεόκρ.).
|lsmtext='''κᾰλιά:''' Ιων. -ιή, ἡ, ξύλινη [[κατοικία]], [[καλύβα]], [[σταύλος]], σε Ησίοδ.· [[φωλιά]] πουλιού, σε Θεόκρ. (<i>ῑ</i>, σε Ησίοδ.· <i>ῐ</i>, σε Θεόκρ.).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰλῑά:''' ион. κᾰλῑή (Theocr. ῐ)<br /><b class="num">1)</b> [[деревянный домик]], [[хижина]] Hes.;<br /><b class="num">2)</b> [[амбар]] Hes.;<br /><b class="num">3)</b> [[птичье гнездо]] (χελιδόνος Anacr.; ἐν δενδρίῳ Theocr.);<br /><b class="num">4)</b> [[деревянная ниша для статуи божества]] ([[Πανός]] Anth.).
|lstext='''κᾰλιά''': Ἰων. καλιή, , ξυλίνη [[κατοικία]], [[καλύβη]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 372, 501, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 170, Δ. 1095· ἰδίως [[ἀποθήκη]], [[σιτοβολών]], Ἠσυχ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 299, 305· φωλεὰ πτηνοῦ, Θεόκρ. 29. 12, Ψευδο-Φωκυλ. 79, Λουκ. π. τῆς Συρ. Θεοῦ 29, κτλ.· - [[ὡσαύτως]], [[ξύλινος]] σηκὸς περιέχων [[ἄγαλμα]] θεοῦ, ἢ [[σπήλαιον]], Πανός… καλιή Ἀνθ. Π. 6. 253. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καλιαί· νοσσιαὶ ἐκ ξύλων. καὶ ξύλινά τινα περιέχοντα ἀγαλμάτια εἰδώλων. δηλοῖ δὲ καὶ σκηνὴν (ἤ) οἰκίαν». Πρβλ. [[καλιός]]. ῑ παρ’ Ἡσ., κλ.· ἀλλὰ ῐ παρὰ Θεοκρ. καὶ Ψευδο-Φωκυλ..
}}
{{elnl
|elnltext=καλιά -ᾶς, ἡ, Ion. καλιή, Aeol. καλία houten hut; spec. graanschuur. nest:. ποήσαι καλίαν zijn nest bouwen Theocr. 29.12.
}}
}}
{{etym
{{etym