3,274,821
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ιος (ὁ, ἡ)<br />frère <i>ou</i> sœur.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure. | |btext=ιος (ὁ, ἡ)<br />frère <i>ou</i> sœur.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κάσις -ιος, ὁ, ἡ, vocat. sing. κάσι, broer of zus; overdr. verwant:. πυρὸς κάσις (rookwalm,) een zusje van vuur Aeschl. Sept. 494. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κάσις:''' ιος (ᾰ) ὁ (voc. κάσι) брат Trag.<br />ιος ἡ сестра Aesch., Eur. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κάσις:''' [ᾰ], κάσιος, κλητ. <i>κάσι</i>, <i>ὁ</i>, αδερφός, σε Αισχύλ., Σοφ.· <i>ἡ ἀδερφή</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''κάσις:''' [ᾰ], κάσιος, κλητ. <i>κάσι</i>, <i>ὁ</i>, αδερφός, σε Αισχύλ., Σοφ.· <i>ἡ ἀδερφή</i>, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κάσις''': ᾰ, ὁ, γεν. κάσιος, πρῶτον ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1234· δοτ. πληθ. κασίεσσι, Νικ. Θηρ. 345:―[[ἀδελφός]], Αἰσχύλ. Θήβ. 674, κτλ.· κλητ. κάσι Σοφ. Ο. Κ. 1440· ἡ [[κάσις]], ἡ [[ἀδελφή]], τὴν Ἕκτορός τε χἁτέρων πολλῶν κάσιν Εὐρ. Ἑκ. 361, 943:―μεταφ., λιγνὺν μέλαιναν, αἰόλην πυρὸς κάσιν Αἰσχύλ. Θήβ. 494· [[κάσις]] πηλοῦ ξύνουρος διψία [[κόνις]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 495· πρβλ. [[κασιγνήτη]]· οἱ Λάκωνες τοὺς ἐν τῇ αὐτῇ ἀγέλῃ ἀνατρεφομένους παῖδας ἐκάλουν κάσεις, Böckh ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1, σ. 613. πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. [[κάσιοι]] ― (Ὁ [[τύπος]] [[κάσις]] δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ., ἂν καὶ περιέχεται ἐν τῷ κασίγνητος, -γνήτη. Ἅπαντα [[εἶναι]] λέξεις ποιητικαί. Ἡ [[ἐτυμολογία]] τοῦ [[κάσις]] [[εἶναι]] [[ἄγνωστος]]: τὰ ὀνόματα Κασσάνδρα, Κασσιέπεια εἰσὶ συγγενῆ). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />a [[brother]], Aesch., Soph.:— a [[sister]], Eur. | |mdlsjtxt=<br />a [[brother]], Aesch., Soph.:— a [[sister]], Eur. | ||
}} | }} |