Anonymous

κάσις: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ιος (ὁ, ἡ)<br />frère <i>ou</i> sœur.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
|btext=ιος (ὁ, ἡ)<br />frère <i>ou</i> sœur.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κάσις''': ᾰ, ὁ, γεν. κάσιος, πρῶτον ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1234· δοτ. πληθ. κασίεσσι, Νικ. Θηρ. 345:―[[ἀδελφός]], Αἰσχύλ. Θήβ. 674, κτλ.· κλητ. κάσι Σοφ. Ο. Κ. 1440· ἡ [[κάσις]], ἡ [[ἀδελφή]], τὴν Ἕκτορός τε χἁτέρων πολλῶν κάσιν Εὐρ. Ἑκ. 361, 943:―μεταφ., λιγνὺν μέλαιναν, αἰόλην πυρὸς κάσιν Αἰσχύλ. Θήβ. 494· [[κάσις]] πηλοῦ ξύνουρος διψία [[κόνις]] αὐτ. ἐν Ἀγ. 495· πρβλ. [[κασιγνήτη]]· οἱ Λάκωνες τοὺς ἐν τῇ αὐτῇ ἀγέλῃ ἀνατρεφομένους παῖδας ἐκάλουν κάσεις, Böckh ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1, σ. 613. πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. [[κάσιοι]] ― (Ὁ [[τύπος]] [[κάσις]] δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ., ἂν καὶ περιέχεται ἐν τῷ κασίγνητος, -γνήτη. Ἅπαντα [[εἶναι]] λέξεις ποιητικαί. Ἡ [[ἐτυμολογία]] τοῦ [[κάσις]] [[εἶναι]] [[ἄγνωστος]]: τὰ ὀνόματα Κασσάνδρα, Κασσιέπεια εἰσὶ συγγενῆ).
|elnltext=κάσις -ιος, ὁ, , vocat. sing. κάσι, broer of zus; overdr. verwant:. πυρὸς κάσις (rookwalm,) een zusje van vuur Aeschl. Sept. 494.
}}
{{elru
|elrutext='''κάσις:''' ιος (ᾰ) ὁ (voc. κάσι) брат Trag.<br />ιος ἡ сестра Aesch., Eur.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κάσις:''' [ᾰ], κάσιος, κλητ. <i>κάσι</i>, <i>ὁ</i>, αδερφός, σε Αισχύλ., Σοφ.· <i>ἡ ἀδερφή</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''κάσις:''' [ᾰ], κάσιος, κλητ. <i>κάσι</i>, <i>ὁ</i>, αδερφός, σε Αισχύλ., Σοφ.· <i>ἡ ἀδερφή</i>, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κάσις:''' ιος () (voc. κάσι) брат Trag.<br />ιος ἡ сестра Aesch., Eur.
|lstext='''κάσις''': , , γεν. κάσιος, πρῶτον ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1234· δοτ. πληθ. κασίεσσι, Νικ. Θηρ. 345:―[[ἀδελφός]], Αἰσχύλ. Θήβ. 674, κτλ.· κλητ. κάσι Σοφ. Ο. Κ. 1440· ἡ [[κάσις]], ἡ [[ἀδελφή]], τὴν Ἕκτορός τε χἁτέρων πολλῶν κάσιν Εὐρ. Ἑκ. 361, 943:―μεταφ., λιγνὺν μέλαιναν, αἰόλην πυρὸς κάσιν Αἰσχύλ. Θήβ. 494· [[κάσις]] πηλοῦ ξύνουρος διψία [[κόνις]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 495· πρβλ. [[κασιγνήτη]]· οἱ Λάκωνες τοὺς ἐν τῇ αὐτῇ ἀγέλῃ ἀνατρεφομένους παῖδας ἐκάλουν κάσεις, Böckh ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1, σ. 613. πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. [[κάσιοι]] ― (Ὁ [[τύπος]] [[κάσις]] δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ., ἂν καὶ περιέχεται ἐν τῷ κασίγνητος, -γνήτη. Ἅπαντα [[εἶναι]] λέξεις ποιητικαί. Ἡ [[ἐτυμολογία]] τοῦ [[κάσις]] [[εἶναι]] [[ἄγνωστος]]: τὰ ὀνόματα Κασσάνδρα, Κασσιέπεια εἰσὶ συγγενῆ).
}}
{{elnl
|elnltext=κάσις -ιος, ὁ, ἡ, vocat. sing. κάσι, broer of zus; overdr. verwant:. πυρὸς κάσις (rookwalm,) een zusje van vuur Aeschl. Sept. 494.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />a [[brother]], Aesch., Soph.:— a [[sister]], Eur.
|mdlsjtxt=<br />a [[brother]], Aesch., Soph.:— a [[sister]], Eur.
}}
}}