Anonymous

καλινδέομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 13: Line 13:
|btext=-οῦμαι;<br /><i>seul. prés., impf.</i> ἐκαλινδούμην <i>et ao. Pass.</i> ἐκαλινδήθην;<br />se rouler : [[ἐν]] ταῖς ὁδοῖς THC dans les rues ; <i>p. ext.</i> tourner, aller et venir sans cesse.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κυλινδέω]].
|btext=-οῦμαι;<br /><i>seul. prés., impf.</i> ἐκαλινδούμην <i>et ao. Pass.</i> ἐκαλινδήθην;<br />se rouler : [[ἐν]] ταῖς ὁδοῖς THC dans les rues ; <i>p. ext.</i> tourner, aller et venir sans cesse.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κυλινδέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κᾰλινδέομαι''': ἀποθ. μόνον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (πλὴν τῆς μετοχ. ἀορ. καλινδηθεὶς ἐν Συνεσ. Ἐπιστ. 32), διαφέρον ἀπὸ τοῦ κυλινδέομαι μόνον κατ’ ἦχον (πρβλ. [[ἀλινδέω]])· κυλίομαι, Λατ. volutari, ἐν τῇσι στοιῇσι ἐκαλινδέετο Ἡροδ. 3. 52· ἀποθνήσκοντες ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐκαλινδοῦντο, περὶ τῶν ὑπὸ τοῦ λοιμοῦ προσβληθέντων, Θουκ. 2. 52· ἐπὶ πτηνῶν, καλ. ἐν τῇ γῇ, καλ. τοῖς πτεροῖς πρὸς τὴν κόνιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 5., 9. 7, 2· ῥεύμασι Πλουτ. Τιμολ. 28· ― μεταφ., ἐν θιάσοις καὶ μεθύουσιν ἀνθρώποις καλ. Δημ. 403. 19· [[ἐντεῦθεν]], συνεχῶς ἀσχολοῦμαι εἴς τι, [[διέρχομαι]] τὰς ὥρας ἐν τινι, [[διατρίβω]], Λατ. versari in aliqua re, ἐν τῷ πειρᾶσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 5 (ἀλλ. κυλινδέομαι)· περὶ τὰ δικαστήρια καλινδεῖσθαι Ἰσοκρ. 295Β· καλ. ἐπὶ τοῦ βήματος, Δατ. in foro versari, ὁ αὐτ. 98C (Βεκκῆρος κυλ-)· ἐν ἀγοραῖς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 27· καπηλείοις Συνέσ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|elnltext=καλινδέομαι [~ ἀλινδέομαι, ~ κυλινδέω] Ion. imperf. 3 sing. ἐκαλινδέετο; ptc. aor. pass. καλινδηθείς; ptc. perf. med.-pass. κεκαλινδημένος (zo maar) rondlopen, zich ophouden:; ἐν τῇσι στοιῇσι ἐκαλινδέετο hij hing rond in de zuilengangen Hdt. 3.52.2; ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐκαλινδοῦντο zij (lijders aan de pest) liepen doelloos door de straten Thuc. 2.52.2; κατὰ τὰς νάπας κ. door de bergdalen dwalen Xen. An. 5.2.31; overdr. zich bezighouden met:. ἐν θιάσοις κ. aan wilde feesten deelnemen Dem. 19.199.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰλινδέομαι:''' (только praes., impf. ἐκαλινδούμην и aor. pass. ἐκαλινδήθην)<br /><b class="num">1)</b> [[валяться]], [[кататься]] (ἐν τῇ γῇ, πρὸς τὴν κόνιν Arst.; ἐν πηλῷ Plut.);<br /><b class="num">2)</b> валяться, т. е. быть брошенным (ἐν ταῖς ὁδοῖς Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[бродить]], [[странствовать]], [[скитаться]] (ἐν [[τῇσι]] στοῇσι Her.; περὶ τὰ δικαστήρια Isocr.; ἐν ἀγοραῖς Sext.);<br /><b class="num">4)</b> [[с трудом переходить]], [[барахтаться]] (τοῖς ῥεύμασι Plut.);<br /><b class="num">5)</b> [[усиленно]] (чем-л.) заниматься, деятельно (чему-л.) предаваться (περὶ τὰς ἐρίδας Isocr.): κ. ἐν τῷ πειρᾶσθαι Xen. усердно упражняться.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰλινδέομαι:''' αποθ. μόνο σε ενεστ. και παρατ., κυλιέμαι ή χώνομαι στη [[λάσπη]], Λατ. volutari, σε Ηρόδ., Θουκ.· απ' όπου, [[ασχολούμαι]] διαρκώς με [[κάτι]], Λατ. versari in [[aliqua]] re, σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''κᾰλινδέομαι:''' αποθ. μόνο σε ενεστ. και παρατ., κυλιέμαι ή χώνομαι στη [[λάσπη]], Λατ. volutari, σε Ηρόδ., Θουκ.· απ' όπου, [[ασχολούμαι]] διαρκώς με [[κάτι]], Λατ. versari in [[aliqua]] re, σε Ξεν. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰλινδέομαι:''' (только praes., impf. ἐκαλινδούμην и aor. pass. ἐκαλινδήθην)<br /><b class="num">1)</b> [[валяться]], [[кататься]] (ἐν τῇ γῇ, πρὸς τὴν κόνιν Arst.; ἐν πηλῷ Plut.);<br /><b class="num">2)</b> валяться, т. е. быть брошенным (ἐν ταῖς ὁδοῖς Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> [[бродить]], [[странствовать]], [[скитаться]] (ἐν [[τῇσι]] στοῇσι Her.; περὶ τὰ δικαστήρια Isocr.; ἐν ἀγοραῖς Sext.);<br /><b class="num">4)</b> [[с трудом переходить]], [[барахтаться]] (τοῖς ῥεύμασι Plut.);<br /><b class="num">5)</b> [[усиленно]] (чем-л.) заниматься, деятельно (чему-л.) предаваться (περὶ τὰς ἐρίδας Isocr.): κ. ἐν τῷ πειρᾶσθαι Xen. усердно упражняться.
|lstext='''κᾰλινδέομαι''': ἀποθ. μόνον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (πλὴν τῆς μετοχ. ἀορ. καλινδηθεὶς ἐν Συνεσ. Ἐπιστ. 32), διαφέρον ἀπὸ τοῦ κυλινδέομαι μόνον κατ’ ἦχον (πρβλ. [[ἀλινδέω]])· κυλίομαι, Λατ. volutari, ἐν τῇσι στοιῇσι ἐκαλινδέετο Ἡροδ. 3. 52· ἀποθνήσκοντες ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐκαλινδοῦντο, περὶ τῶν ὑπὸ τοῦ λοιμοῦ προσβληθέντων, Θουκ. 2. 52· ἐπὶ πτηνῶν, καλ. ἐν τῇ γῇ, καλ. τοῖς πτεροῖς πρὸς τὴν κόνιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 5., 9. 7, 2· ῥεύμασι Πλουτ. Τιμολ. 28· ― μεταφ., ἐν θιάσοις καὶ μεθύουσιν ἀνθρώποις καλ. Δημ. 403. 19· [[ἐντεῦθεν]], συνεχῶς ἀσχολοῦμαι εἴς τι, [[διέρχομαι]] τὰς ὥρας ἐν τινι, [[διατρίβω]], Λατ. versari in aliqua re, ἐν τῷ πειρᾶσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 5 (ἀλλ. κυλινδέομαι)· περὶ τὰ δικαστήρια καλινδεῖσθαι Ἰσοκρ. 295Β· καλ. ἐπὶ τοῦ βήματος, Δατ. in foro versari, ὁ αὐτ. 98C (Βεκκῆρος κυλ-)· ἐν ἀγοραῖς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 27· καπηλείοις Συνέσ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{elnl
|elnltext=καλινδέομαι [~ ἀλινδέομαι, ~ κυλινδέω] Ion. imperf. 3 sing. ἐκαλινδέετο; ptc. aor. pass. καλινδηθείς; ptc. perf. med.-pass. κεκαλινδημένος (zo maar) rondlopen, zich ophouden:; ἐν τῇσι στοιῇσι ἐκαλινδέετο hij hing rond in de zuilengangen Hdt. 3.52.2; ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐκαλινδοῦντο zij (lijders aan de pest) liepen doelloos door de straten Thuc. 2.52.2; κατὰ τὰς νάπας κ. door de bergdalen dwalen Xen. An. 5.2.31; overdr. zich bezighouden met:. ἐν θιάσοις κ. aan wilde feesten deelnemen Dem. 19.199.
}}
}}
{{etym
{{etym