Anonymous

ζά: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<i>éol. c.</i> [[διά]].
|btext=<i>éol. c.</i> [[διά]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ζά''': , Αἰολ. ἀντὶ διά, ἀλλὰ σπανίως ἐν χρήσει ὡς πρόθ., ζὰ τὰ σὰν ἰδέαν Θεόκρ. 29. 6, Meineke· ζὰ νυκτός, παρ’ Ἰω. Γραμμ. π. Διαλ. σ. 384· οὕτω καὶ ἐν τοῖς Αἰολ. συνθέτοις ζαβάλτω, [[ζάβατος]], [[ζάδηλος]], [[ζαελαξάμην]], [[ζάημι]], ζανεκῶς, [[ζύγρα]] (ἴδε τὰς λέξ.)· οὕτω παρὰ τοῖς μεταγεν. Λατίνοις, zabolus ἀντὶ diabolus, zeta = [[δίαιτα]]. ΙΙ. ζα- ἀχώριστον προθεματικὸν [[μόριον]], = δα-, ὡς τὰ ἀρι-, ἐρι-, ἀγα-, πολύ· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ ἐν τοῖς ἐπιθέτοις [[ζαής]], [[ζάθεος]], [[ζάκοτος]], [[ζαμενής]], [[ζατρεφής]], [[ζαφλεγής]] καὶ [[ζαχρηής]], [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐπιζάφελος. Ὁ Ἡσ. [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παραγώγῳ ῥήματι [[ζαμενέω]]· παρ’ Ἡροδ. ἐν τῷ ἐπιθέτῳ ζάμπλουτος.
|elnltext=ζά Aeol. voor διά.
}}
{{elru
|elrutext='''ζά:'''<br /><b class="num">I</b> (ᾰ) эол. = διά.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζά:''' [ᾰ],<br /><b class="num">I.</b> Αιολ. αντί [[διά]]· <i>ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν</i>, σε Θεόκρ. <b>II.ζα-</b>, αχώριστο [[πρόθεμα]] = <i>δα-</i>, [[ἀρι-]], [[ἐρι-]], [[πολύ]], αρκετά, όπως στα <i>ζά-θεος</i>, <i>ζά-κοτος</i>, <i>ζα-μενής</i> κ.λπ.
|lsmtext='''ζά:''' [ᾰ],<br /><b class="num">I.</b> Αιολ. αντί [[διά]]· <i>ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν</i>, σε Θεόκρ. <b>II.ζα-</b>, αχώριστο [[πρόθεμα]] = <i>δα-</i>, [[ἀρι-]], [[ἐρι-]], [[πολύ]], αρκετά, όπως στα <i>ζά-θεος</i>, <i>ζά-κοτος</i>, <i>ζα-μενής</i> κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ζά:'''<br /><b class="num">I</b> () эол. = διά.
|lstext='''ζά''': ᾰ, Αἰολ. ἀντὶ διά, ἀλλὰ σπανίως ἐν χρήσει ὡς πρόθ., ζὰ τὰ σὰν ἰδέαν Θεόκρ. 29. 6, Meineke· ζὰ νυκτός, παρ’ Ἰω. Γραμμ. π. Διαλ. σ. 384· οὕτω καὶ ἐν τοῖς Αἰολ. συνθέτοις ζαβάλτω, [[ζάβατος]], [[ζάδηλος]], [[ζαελαξάμην]], [[ζάημι]], ζανεκῶς, [[ζύγρα]] (ἴδε τὰς λέξ.)· οὕτω παρὰ τοῖς μεταγεν. Λατίνοις, zabolus ἀντὶ diabolus, zeta = [[δίαιτα]]. ΙΙ. ζα- ἀχώριστον προθεματικὸν [[μόριον]], = δα-, ὡς τὰ ἀρι-, ἐρι-, ἀγα-, πολύ· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ ἐν τοῖς ἐπιθέτοις [[ζαής]], [[ζάθεος]], [[ζάκοτος]], [[ζαμενής]], [[ζατρεφής]], [[ζαφλεγής]] καὶ [[ζαχρηής]], [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐπιζάφελος. Ὁ Ἡσ. [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παραγώγῳ ῥήματι [[ζαμενέω]]· παρ’ Ἡροδ. ἐν τῷ ἐπιθέτῳ ζάμπλουτος.
}}
{{elnl
|elnltext=ζά Aeol. voor διά.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj