Anonymous

κάνεον: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=έου (τό) :<br /><i>plur.</i> εα;<br /><b>1</b> corbeille en osier pour le pain;<br /><b>2</b> corbeille pour les objets destinés à un sacrifice.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κάννα]].
|btext=έου (τό) :<br /><i>plur.</i> εα;<br /><b>1</b> corbeille en osier pour le pain;<br /><b>2</b> corbeille pour les objets destinés à un sacrifice.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κάννα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κάνεον''': ᾰ, τό, Ἐπικ. καὶ [[κάνειον]], Ἀττ. συνῃρ. κανοῦν· ([[κάννα]]): -[[κάνιστρον]] ἐκ καλάμου πεπλεγμένον, πλεκτὸν [[κανίσκιον]], ἰδίως δι’ ἄρτον, «πανέρι», Λατ. canistrum, σῖτον ἑλὼν ἐπένειμε τραπέζῃ καλοῖς ἐν κανέοισιν Ἰλ. Ι. 217· περικαλλέος ἐν κανέοιο Ὀδ. Ρ. 343, κτλ., πρβλ. Ἡρόδ. 1.119· ἐκ χαλκοῦ πεποιημένον, χάλκειον [[κάνεον]] Ἰλ. Λ. 630· ἐκ χρυσοῦ, χρύσεια κάνεια Ὀδ. Κ. 355· ἐκ πηλοῦ ὀπτοῦ, [[κεράμιον]] Διον. Ἀλ. 2. 23: -ἐχρησίμευε πρὸς ἐναπόθεσιν εἰς αὐτὸ τῆς εἰς τὰ θύματα ἐπιρριπτομένης κριθῆς κατὰ τὴν ὥραν τῆς θυσίας, ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ Ὀδ. Γ. 442· κανοῦν ἐνῆρκται Εὐρ. Ἠλ. 1142, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 926, Αἰσχίν. 70. 31· τὸ κανοῦν ὀλὰς ἔχον Ἀριστοφ. Εἰρ. 948, πρβλ. Ἀχ. 244, 253, Ὄρν. 850· προσφερόμενον ὡς ἀναθηματικὸν [[δῶρον]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1570β. 3. 2855. 21.
|elnltext=κάνεον -έου, contr. κανοῦν -οῦ, τό, ep. κάνειον [κάννα] mand (gemaakt van riet).
}}
{{elru
|elrutext='''κάνεον:''' стяж. [[κανοῦν]] (ᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> [[корзинка тростниковая]] ([[σῖτος]] ἐν κανέοισιν Hom.) или металлическая (χάλκειον, χρύσειον Hom.; χρυσήλατον Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[жертвенная корзина]] Thuc., Dem.: [[κανοῦν]] ἐνῆρκται καὶ τεθηγμένη [[σφαγίς]] Eur. корзина готова, и нож наточен.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κάνεον:''' [ᾰ], τό, Επικ. επίσης [[κάνειον]], Αττ. [[κανοῦν]] ([[κάννα]])· καλαμένιο [[καλάθι]] ή [[πανέρι]], [[κάνιστρο]] για [[ψωμί]], Λατ. [[canistrum]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· επίσης μεταλλικό, σε Όμηρ.· χρησιμοποιούνταν για το [[κριθάρι]] των σφαγίων στις θυσίες, <i>ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ</i>, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''κάνεον:''' [ᾰ], τό, Επικ. επίσης [[κάνειον]], Αττ. [[κανοῦν]] ([[κάννα]])· καλαμένιο [[καλάθι]] ή [[πανέρι]], [[κάνιστρο]] για [[ψωμί]], Λατ. [[canistrum]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· επίσης μεταλλικό, σε Όμηρ.· χρησιμοποιούνταν για το [[κριθάρι]] των σφαγίων στις θυσίες, <i>ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κάνεον:''' стяж. [[κανοῦν]] () τό<br /><b class="num">1)</b> [[корзинка тростниковая]] ([[σῖτος]] ἐν κανέοισιν Hom.) или металлическая (χάλκειον, χρύσειον Hom.; χρυσήλατον Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[жертвенная корзина]] Thuc., Dem.: [[κανοῦν]] ἐνῆρκται καὶ τεθηγμένη [[σφαγίς]] Eur. корзина готова, и нож наточен.
|lstext='''κάνεον''': ᾰ, τό, Ἐπικ. καὶ [[κάνειον]], Ἀττ. συνῃρ. κανοῦν· ([[κάννα]]): -[[κάνιστρον]] ἐκ καλάμου πεπλεγμένον, πλεκτὸν [[κανίσκιον]], ἰδίως δι’ ἄρτον, «πανέρι», Λατ. canistrum, σῖτον ἑλὼν ἐπένειμε τραπέζῃ καλοῖς ἐν κανέοισιν Ἰλ. Ι. 217· περικαλλέος ἐν κανέοιο Ὀδ. Ρ. 343, κτλ., πρβλ. Ἡρόδ. 1.119· ἐκ χαλκοῦ πεποιημένον, χάλκειον [[κάνεον]] Ἰλ. Λ. 630· ἐκ χρυσοῦ, χρύσεια κάνεια Ὀδ. Κ. 355· ἐκ πηλοῦ ὀπτοῦ, [[κεράμιον]] Διον. Ἀλ. 2. 23: -ἐχρησίμευε πρὸς ἐναπόθεσιν εἰς αὐτὸ τῆς εἰς τὰ θύματα ἐπιρριπτομένης κριθῆς κατὰ τὴν ὥραν τῆς θυσίας, ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ Ὀδ. Γ. 442· κανοῦν ἐνῆρκται Εὐρ. Ἠλ. 1142, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 926, Αἰσχίν. 70. 31· τὸ κανοῦν ὀλὰς ἔχον Ἀριστοφ. Εἰρ. 948, πρβλ. Ἀχ. 244, 253, Ὄρν. 850· προσφερόμενον ὡς ἀναθηματικὸν [[δῶρον]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1570β. 3. 2855. 21.
}}
{{elnl
|elnltext=κάνεον -έου, contr. κανοῦν -οῦ, τό, ep. κάνειον [κάννα] mand (gemaakt van riet).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰ́νεον, ου, τό, [[κάννα]]<br />a [[basket]] of [[reed]] or [[cane]], a [[bread]]-[[basket]], Lat. [[canistrum]], Hom., Hdt., [[attic]]; also made of [[metal]], Hom.: —it was used for the [[sacred]] [[barley]] at sacrifices, ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ Od.
|mdlsjtxt=κᾰ́νεον, ου, τό, [[κάννα]]<br />a [[basket]] of [[reed]] or [[cane]], a [[bread]]-[[basket]], Lat. [[canistrum]], Hom., Hdt., [[attic]]; also made of [[metal]], Hom.: —it was used for the [[sacred]] [[barley]] at sacrifices, ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ Od.
}}
}}