3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>ao.</i> καθώπλισα;<br /><b>1</b> armer;<br /><b>2</b> triompher de, vaincre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὁπλίζω]]. | |btext=<i>ao.</i> καθώπλισα;<br /><b>1</b> armer;<br /><b>2</b> triompher de, vaincre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὁπλίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=καθ-οπλίζω bewapenen, van wapens voorzien; med. zich bewapenen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰθοπλίζω:''' [[вооружать]] (τῇ [[πανοπλία]] Aeschin.; τῶν οἰκετῶν [[τριάκοντα]] Plut.): καθωπλισμένοι Xen. и καθοπλισάμενοι Polyb. вооруженные; τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα Soph. (Электра), сделавшая вызов преступлению (точнее вооружившая против себя преступление). | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''καθοπλίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εξοπλίζω]] ή [[οπλίζω]] πλήρως, <i>τῇ πανοπλίᾳ</i>, σε Αισχίν. — Παθ., είμαι οπλισμένος, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα</i>, αυτή που έχει οπλιστεί [[εναντίον]] της ατιμίας, σε Σοφ. | |lsmtext='''καθοπλίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εξοπλίζω]] ή [[οπλίζω]] πλήρως, <i>τῇ πανοπλίᾳ</i>, σε Αισχίν. — Παθ., είμαι οπλισμένος, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα</i>, αυτή που έχει οπλιστεί [[εναντίον]] της ατιμίας, σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καθοπλίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[ὁπλίζω]] ἐντελῶς, καθοπλίσας [[τῇδε]] τῇ πανοπλίᾳ Αἰσχίν. 75. 33, πρβλ. Ψήφισμα παρὰ Δημ. 265. 23, Πλουτ. Φιλοπ. 9. - Μέσ., ὁπλίζομαι ἐντελῶς, Πολύβ. 3. 62, 7, κτλ.· τὰς παντευχίας καθωπλίσαντο Ἰώσηπος εἰς Μακκ 3, περὶ τὸ [[τέλος]]. - Παθ., εἶμαι ὡπλισμένος, ὑμᾶς ὁρῶν.. καθωπλισμένους οὕτω Ξεν. Κύρ. 2. 1, 11· τῷ θυμιατηρίῳ καθωπλισμένος, ἐφωδιασμένος μέ.., Ἰώσηπος εἰς Μακκ. 7. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ἠλ. 1086, ἡ [[φράσις]]: τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσασα ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. «καταπολεμήσασα τὸ αἰσχρὸν καὶ νικήσασα», ἀλλὰ τὸ καθοπλίσασα φαίνεται ἡ τοῦ J. H. H. Schmidt, ἥτις [[εἶναι]]: ἀπολακτίσασα, ἴδε Σημ. Jebb ἐν τόπῳ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |