Anonymous

καρπόω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>seul.</i> ao;<br />porter des fruits, produire comme fruit;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καρπόομαι]], [[καρποῦμαι]] (<i>f.</i> καρπώσομαι, <i>ao.</i> ἐκαρπωσάμην) récolter pour soi, recueillir les fruits de : χθόνα ESCHL de la terre ; <i>fig.</i> εὔκλειαν XÉN recueillir une bonne renommée ; <i>particul.</i> se procurer les revenus de, jouir des revenus de (d'un pays, d'une ville, des ports, des marchés, <i>etc.</i>) acc. ; <i>en gén.</i> avoir la jouissance de, jouir de : ἐλευθερίαν THC de la liberté.<br />'''Étymologie:''' [[καρπός]].
|btext=-ῶ :<br /><i>seul.</i> ao;<br />porter des fruits, produire comme fruit;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καρπόομαι]], [[καρποῦμαι]] (<i>f.</i> καρπώσομαι, <i>ao.</i> ἐκαρπωσάμην) récolter pour soi, recueillir les fruits de : χθόνα ESCHL de la terre ; <i>fig.</i> εὔκλειαν XÉN recueillir une bonne renommée ; <i>particul.</i> se procurer les revenus de, jouir des revenus de (d'un pays, d'une ville, des ports, des marchés, <i>etc.</i>) acc. ; <i>en gén.</i> avoir la jouissance de, jouir de : ἐλευθερίαν THC de la liberté.<br />'''Étymologie:''' [[καρπός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καρπόω''': μέλλ. -ώσω, [[φέρω]] καρπὸν ἢ [[φέρω]] ὡς καρπόν· μεταφ., [[ὕβρις]] γὰρ ἐξανθοῦσ’ ἐκάρπωσε στάχυν ἄτης Αἰσχύλ. Πέρσ. 821, πρβλ. Θήβ. 601· πρβλ. [[ἐκκαρπίζομαι]]:― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Παθ. Ὄκελλ. ὁ Λευκαν. 2) [[προσφέρω]] ὡς θυσίαν, Ἑβδ. (Λευ. Β’, 11). ΙΙ. συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ καρπόομαι, [[λαμβάνω]] καρπὸν δι’ ἐμαυτόν, δηλ. 1) [[θερίζω]] τοὺς καρπούς τινος, μετ’ αἰτιατ. πράγματος, ἀρούρας Ἡρόδ. 2. 168· χθόνα Αἰσχύλ. Πρ. 851, Ἱκέτ. 253· καὶ μεταφ., καρποῦσθαι βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 593· δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν γῆν καρποῦσθαι, ἀπολαμβάνειν τὸν καρπὸν τῆς γῆς δὶς κατ’ [[ἔτος]], Πλάτ. Κριτίας 118Ε: ― [[ἐντεῦθεν]], ἐξαντλῶ δι’ ὑπερβολικῶν ἀπαιτήσεων, λεηλατῶ, καρπουμένῳ τὴν Ἑλλάδα Ἀριστοφ. Σφ. 520, πρβλ. Ἰσοκρ. 68Β, 75D, Δημ. 419. 19. 2) [[λαμβάνω]] τὸν καρπὸν ἢ τὸν τόκον τῶν χρημάτων, ἔδωκεν [[ἑβδομήκοντα]] μνᾶς καρπώσασθαι ὁ αὐτ. 813. 19· τοὺς λιμένας καὶ τὰς ἀγορὰς καρποῦσθαι, ἀπολαμβάνειν ὠφελείας ἐξ αὐτῶν, ὁ αὐτ. 15. 22· ἔθνη Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 12· καρπ. [[ἰδίᾳ]] τὰς τῆς πόλεως συμφορὰς Λυσ. 174. 1· πλεονεξίαν Δημ. 662. 5· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., τὸ [[ἐργαστήριον]] κεκαρπωμένος, ἀπολαμβάνων τὰ κέρδη τοῦ ἐργαστηρίου, ὁ αὐτ. 828. 16· ― ἀπολ., ὠφελοῦμαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 837. 3) [[λαμβάνω]] τοὺς καρπούς, ἔχω τὴν ἐλευθέραν χρῆσίν τινος, τὰ [[αὐτοῦ]] ἀγαθά γιγνόμενα Θουκ. 2. 38· τὴν τῶν πολεμίων Ξεν. Ἀγησ. 1. 34· τὴν οἰκείαν ἀδεῶς καρπ. Δημ. 16. 19, πρβλ. 17, 11· ― ἀκολούθως, 4) [[ἁπλῶς]] [[ἀπολαύω]], ἄελπτον [[ὄμμα]]… φήμης Σοφ. Τρ. 204· τἀμὰ… λέχη Εὐρ. Ἀνδρ. 935· ἐλευθερίαν Θουκ. 7. 68· τὴν σοφίαν Πλάτ. Εὐθύδ. 305Ε· ἡδονὴν ταύτην ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 251Ε, πρβλ. 240Α, κτλ.· εὔκλειαν καὶ ἀσφάλειαν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22· δόξαν Δημ. 478. 2· τὴν ἠλικίαν ὁ αὐτ. 1351. 13· ― [[ἐνίοτε]] ὡς τὸ [[ἀπολαύω]], ἐπὶ κακῆς σημασίας, καρποῦσθαι λύπας Ἱππ. 295. 46· φρενῶν τὴν ἁμαρτίαν Αἰσχύλ. Ἀγ. 502· τὰ ψευδῆ καλὰ [[αὐτόθι]] 621· πένθη Εὐρ. Ἱππ. 1427· ἄπαιδα καρπ. βίον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 575. 3· τὰ μέγιστα ὀνείδη Πλάτ. Συμπ. 183Α.
|elnltext=καρπόω [καρπός] act. als vrucht dragen, opleveren:. ὕβρις... ἐκάρπωσε στάχυν ἄτης overmoed heeft een oogst van onheil opgeleverd Aeschl. Pers. 821. med. de oogst binnenhalen van, met acc.:; δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν γῆν ἐκαρποῦντο tweemaal per jaar oogstten zij van het land Plat. Criti. 118e; overdr. de vruchten plukken van, voordeel hebben van, met acc.:; τοὺς λιμένας καὶ τὰς ἀγορὰς καρποῦσθαι te profiteren van hun havens en markten Dem. 1.22; abs.:; καρπώσεται hij zal de vruchten plukken Aristoph. Ach. 837; genieten (van), met acc.:; κ. ἐλευθερίαν vrijheid genieten Thuc. 7.68.3; ἀσφάλειαν καὶ εὔκλειαν κ. zekerheid en goede naam genieten Xen. Cyr. 8.2.22; ongunstig kaalplukken:. κ. τὴν Ἑλλάδα Griekenland kaalplukken Aristoph. Ve. 520.
}}
{{elru
|elrutext='''καρπόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[давать плод]], [[порождать]] (στάχυν ἄτης Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> med. [[собирать урожай]] (ἀρούρας Her.; χθόνα Aesch.; δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν γῆν κ. Plat.);<br /><b class="num">3)</b> med. [[получать прибыль]], [[извлекать доходы]] (τὰς σατραπείας Plut.): κ. ἔθνη Xen. собирать дань с (покоренных) народов; τοὺς λιμένας καὶ τὰς ἀγορὰς κ. Dem. взыскивать сборы с портов и рынков;<br /><b class="num">4)</b> med. [[извлекать пользу]], [[пользоваться]] (τῆν [[ἑαυτοῦ]] κτῆσιν Plat.);<br /><b class="num">5)</b> med. [[использовать для личной выгоды]] (τὰς τῆς πόλεως συμφοράς Lys.);<br /><b class="num">6)</b> med. [[обирать]], [[грабить]] (τὴν τῶν πολεμίων χώραν Xen.);<br /><b class="num">7)</b> med. [[приобретать]], [[получать]], [[стяжать]] (εὔκλειαν ἔκ τινος Xen.; τὴν σοφίαν Plat.; τὰς τιμὰς καὶ τὰ χρήματα Plut.);<br /><b class="num">8)</b> med. [[пользоваться]], [[наслаждаться]] ([[δόξαν]], τὴν ἡλικίαν Dem.): κ. ἡδονήν Plat. получать удовольствие;<br /><b class="num">9)</b> med. [[навлекать на себя]] (τὰ [[μέγιστα]] ὀνείδη Plat.): κ. φρενῶν τὴν ἁμαρτίαν Aesch. пожать плоды своих греховных замыслов.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καρπόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[καρπός]] Α),<br /><b class="num">I.</b> [[φέρω]] καρπό ή [[φέρω]] ως καρπό, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., καρπώνομαι, δηλ.<br /><b class="num">1.</b> [[θερίζω]] τον καρπό της γης, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· μεταφ., [[εξαντλώ]] ή [[λεηλατώ]], <i>τὴνἙλλάδα</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[απολαμβάνω]] τον τόκο των χρημάτων, σε Δημ.· ομοίως και σε Παθ. παρακ., τὸ [[ἐργαστήριον]] κεκαρπωμένος, [[απολαμβάνω]] τα κέρδη του εργαστηρίου, στον ίδ.· απόλ., ωφελούμαι, [[αποκομίζω]] [[κέρδος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[αποκομίζω]] τους καρπούς, έχω την ελεύθερη [[χρήση]] ενός πράγματος, σε Θουκ. κ.λπ.· [[έπειτα]],<br /><b class="num">4.</b> [[απλώς]], [[απολαμβάνω]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· μερικές φορές με αρνητική [[σημασία]], <i>καρποῦσθαι τὴν ἁμαρτίαν</i>, σε Αισχύλ.· <i>πένθη</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''καρπόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[καρπός]] Α),<br /><b class="num">I.</b> [[φέρω]] καρπό ή [[φέρω]] ως καρπό, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., καρπώνομαι, δηλ.<br /><b class="num">1.</b> [[θερίζω]] τον καρπό της γης, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· μεταφ., [[εξαντλώ]] ή [[λεηλατώ]], <i>τὴνἙλλάδα</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[απολαμβάνω]] τον τόκο των χρημάτων, σε Δημ.· ομοίως και σε Παθ. παρακ., τὸ [[ἐργαστήριον]] κεκαρπωμένος, [[απολαμβάνω]] τα κέρδη του εργαστηρίου, στον ίδ.· απόλ., ωφελούμαι, [[αποκομίζω]] [[κέρδος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[αποκομίζω]] τους καρπούς, έχω την ελεύθερη [[χρήση]] ενός πράγματος, σε Θουκ. κ.λπ.· [[έπειτα]],<br /><b class="num">4.</b> [[απλώς]], [[απολαμβάνω]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· μερικές φορές με αρνητική [[σημασία]], <i>καρποῦσθαι τὴν ἁμαρτίαν</i>, σε Αισχύλ.· <i>πένθη</i>, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καρπόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[давать плод]], [[порождать]] (στάχυν ἄτης Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> med. [[собирать урожай]] (ἀρούρας Her.; χθόνα Aesch.; δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν γῆν κ. Plat.);<br /><b class="num">3)</b> med. [[получать прибыль]], [[извлекать доходы]] (τὰς σατραπείας Plut.): κ. ἔθνη Xen. собирать дань с (покоренных) народов; τοὺς λιμένας καὶ τὰς ἀγορὰς κ. Dem. взыскивать сборы с портов и рынков;<br /><b class="num">4)</b> med. [[извлекать пользу]], [[пользоваться]] (τῆν [[ἑαυτοῦ]] κτῆσιν Plat.);<br /><b class="num">5)</b> med. [[использовать для личной выгоды]] (τὰς τῆς πόλεως συμφοράς Lys.);<br /><b class="num">6)</b> med. [[обирать]], [[грабить]] (τὴν τῶν πολεμίων χώραν Xen.);<br /><b class="num">7)</b> med. [[приобретать]], [[получать]], [[стяжать]] (εὔκλειαν ἔκ τινος Xen.; τὴν σοφίαν Plat.; τὰς τιμὰς καὶ τὰ χρήματα Plut.);<br /><b class="num">8)</b> med. [[пользоваться]], [[наслаждаться]] ([[δόξαν]], τὴν ἡλικίαν Dem.): κ. ἡδονήν Plat. получать удовольствие;<br /><b class="num">9)</b> med. [[навлекать на себя]] (τὰ [[μέγιστα]] ὀνείδη Plat.): κ. φρενῶν τὴν ἁμαρτίαν Aesch. пожать плоды своих греховных замыслов.
|lstext='''καρπόω''': μέλλ. -ώσω, [[φέρω]] καρπὸν ἢ [[φέρω]] ὡς καρπόν· μεταφ., [[ὕβρις]] γὰρ ἐξανθοῦσ’ ἐκάρπωσε στάχυν ἄτης Αἰσχύλ. Πέρσ. 821, πρβλ. Θήβ. 601· πρβλ. [[ἐκκαρπίζομαι]]:― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Παθ. Ὄκελλ. ὁ Λευκαν. 2) [[προσφέρω]] ὡς θυσίαν, Ἑβδ. (Λευ. Β’, 11). ΙΙ. συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ καρπόομαι, [[λαμβάνω]] καρπὸν δι’ ἐμαυτόν, δηλ. 1) [[θερίζω]] τοὺς καρπούς τινος, μετ’ αἰτιατ. πράγματος, ἀρούρας Ἡρόδ. 2. 168· χθόνα Αἰσχύλ. Πρ. 851, Ἱκέτ. 253· καὶ μεταφ., καρποῦσθαι βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 593· δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν γῆν καρποῦσθαι, ἀπολαμβάνειν τὸν καρπὸν τῆς γῆς δὶς κατ’ [[ἔτος]], Πλάτ. Κριτίας 118Ε: ― [[ἐντεῦθεν]], ἐξαντλῶ δι’ ὑπερβολικῶν ἀπαιτήσεων, λεηλατῶ, καρπουμένῳ τὴν Ἑλλάδα Ἀριστοφ. Σφ. 520, πρβλ. Ἰσοκρ. 68Β, 75D, Δημ. 419. 19. 2) [[λαμβάνω]] τὸν καρπὸν ἢ τὸν τόκον τῶν χρημάτων, ἔδωκεν [[ἑβδομήκοντα]] μνᾶς καρπώσασθαι ὁ αὐτ. 813. 19· τοὺς λιμένας καὶ τὰς ἀγορὰς καρποῦσθαι, ἀπολαμβάνειν ὠφελείας ἐξ αὐτῶν, ὁ αὐτ. 15. 22· ἔθνη Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 12· καρπ. [[ἰδίᾳ]] τὰς τῆς πόλεως συμφορὰς Λυσ. 174. 1· πλεονεξίαν Δημ. 662. [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., τὸ [[ἐργαστήριον]] κεκαρπωμένος, ἀπολαμβάνων τὰ κέρδη τοῦ ἐργαστηρίου, ὁ αὐτ. 828. 16· ― ἀπολ., ὠφελοῦμαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 837. 3) [[λαμβάνω]] τοὺς καρπούς, ἔχω τὴν ἐλευθέραν χρῆσίν τινος, τὰ [[αὐτοῦ]] ἀγαθά γιγνόμενα Θουκ. 2. 38· τὴν τῶν πολεμίων Ξεν. Ἀγησ. 1. 34· τὴν οἰκείαν ἀδεῶς καρπ. Δημ. 16. 19, πρβλ. 17, 11· ― ἀκολούθως, 4) [[ἁπλῶς]] [[ἀπολαύω]], ἄελπτον [[ὄμμα]]… φήμης Σοφ. Τρ. 204· τἀμὰ… λέχη Εὐρ. Ἀνδρ. 935· ἐλευθερίαν Θουκ. 7. 68· τὴν σοφίαν Πλάτ. Εὐθύδ. 305Ε· ἡδονὴν ταύτην ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 251Ε, πρβλ. 240Α, κτλ.· εὔκλειαν καὶ ἀσφάλειαν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22· δόξαν Δημ. 478. 2· τὴν ἠλικίαν ὁ αὐτ. 1351. 13· ― [[ἐνίοτε]] ὡς τὸ [[ἀπολαύω]], ἐπὶ κακῆς σημασίας, καρποῦσθαι λύπας Ἱππ. 295. 46· φρενῶν τὴν ἁμαρτίαν Αἰσχύλ. Ἀγ. 502· τὰ ψευδῆ καλὰ [[αὐτόθι]] 621· πένθη Εὐρ. Ἱππ. 1427· ἄπαιδα καρπ. βίον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 575. 3· τὰ μέγιστα ὀνείδη Πλάτ. Συμπ. 183Α.
}}
{{elnl
|elnltext=καρπόω [καρπός] act. als vrucht dragen, opleveren:. ὕβρις... ἐκάρπωσε στάχυν ἄτης overmoed heeft een oogst van onheil opgeleverd Aeschl. Pers. 821. med. de oogst binnenhalen van, met acc.:; δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν γῆν ἐκαρποῦντο tweemaal per jaar oogstten zij van het land Plat. Criti. 118e; overdr. de vruchten plukken van, voordeel hebben van, met acc.:; τοὺς λιμένας καὶ τὰς ἀγορὰς καρποῦσθαι te profiteren van hun havens en markten Dem. 1.22; abs.:; καρπώσεται hij zal de vruchten plukken Aristoph. Ach. 837; genieten (van), met acc.:; κ. ἐλευθερίαν vrijheid genieten Thuc. 7.68.3; ἀσφάλειαν καὶ εὔκλειαν κ. zekerheid en goede naam genieten Xen. Cyr. 8.2.22; ongunstig kaalplukken:. κ. τὴν Ἑλλάδα Griekenland kaalplukken Aristoph. Ve. 520.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καρπόω]], fut. -ώσω [καρπός1]<br /><b class="num">I.</b> to [[bear]] [[fruit]] or [[bear]] as [[fruit]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to get [[fruit]] for [[oneself]], i. e.,<br /><b class="num">1.</b> to [[reap]] crops from [[land]], Hdt., Aesch.: metaph. to [[exhaust]] or [[drain]], τὴν Ἑλλάδα Ar.<br /><b class="num">2.</b> to [[enjoy]] the [[interest]] of [[money]], Dem.; so in perf. [[pass]]., τὸ [[ἐργαστήριον]] κεκαρπωμένος enjoying the profits of the [[shop]], Dem.:—absol. to make [[profit]], Ar.<br /><b class="num">3.</b> to [[reap]] the fruits of, [[enjoy]] the [[free]] use of, Thuc., etc.: —then,<br /><b class="num">4.</b> [[simply]], to [[enjoy]], Soph., Eur., etc.:— [[sometimes]] in bad [[sense]], καρποῦσθαι τὴν ἁμαρτίαν Aesch.; πένθη Eur.
|mdlsjtxt=[[καρπόω]], fut. -ώσω [καρπός1]<br /><b class="num">I.</b> to [[bear]] [[fruit]] or [[bear]] as [[fruit]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to get [[fruit]] for [[oneself]], i. e.,<br /><b class="num">1.</b> to [[reap]] crops from [[land]], Hdt., Aesch.: metaph. to [[exhaust]] or [[drain]], τὴν Ἑλλάδα Ar.<br /><b class="num">2.</b> to [[enjoy]] the [[interest]] of [[money]], Dem.; so in perf. [[pass]]., τὸ [[ἐργαστήριον]] κεκαρπωμένος enjoying the profits of the [[shop]], Dem.:—absol. to make [[profit]], Ar.<br /><b class="num">3.</b> to [[reap]] the fruits of, [[enjoy]] the [[free]] use of, Thuc., etc.: —then,<br /><b class="num">4.</b> [[simply]], to [[enjoy]], Soph., Eur., etc.:— [[sometimes]] in bad [[sense]], καρποῦσθαι τὴν ἁμαρτίαν Aesch.; πένθη Eur.
}}
}}