3,277,206
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> partie supérieure du mât avec la hune, hune;<br /><b>2</b> poulie fixée au mât et autour de laquelle s'enroulent les cordages.<br />'''Étymologie:''' DELG mot techn. prob. emprunté. | |btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> partie supérieure du mât avec la hune, hune;<br /><b>2</b> poulie fixée au mât et autour de laquelle s'enroulent les cordages.<br />'''Étymologie:''' DELG mot techn. prob. emprunté. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=καρχήσιον -ου, τό, Dor. καρχάσιον drinkbeker. zeevaartterm gaffel:; ἐπὶ τῷ καρχησίῳ καθεζόμενον op de gaffel zittend Luc. 36.1; plur. masttop:. πίπτειν ἐκ καρχησίων uit de mast vallen Eur. Hec. 1261. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καρχήσιον:''' дор. [[καρχάσιον]] (χᾱ) τό<br /><b class="num">1)</b> мор. [[верхний конец мачты]], [[топ]] (πίπτειν ἐκ καρχησίων Eur.; γλαῦξ τοῖς καρχησίοις ἐπικαθίζουσα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[кархесий]] (кубок, расширяющийся кверху и книзу) Diod. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καρχήσιον:''' Δωρ. -άσιον <i>[ᾱ]</i>, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[ποτήρι]] πιο στενό στη [[μέση]] από ότι στο [[χείλος]] και τον πάτο, σε [[Σαπφώ]] κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> το ψηλότερο [[μέρος]] του καταρτιού, σε Πίνδ. κ.λπ.· στον πληθ., σε Ευρ. | |lsmtext='''καρχήσιον:''' Δωρ. -άσιον <i>[ᾱ]</i>, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[ποτήρι]] πιο στενό στη [[μέση]] από ότι στο [[χείλος]] και τον πάτο, σε [[Σαπφώ]] κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> το ψηλότερο [[μέρος]] του καταρτιού, σε Πίνδ. κ.λπ.· στον πληθ., σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καρχήσιον''': Δωρ. -άσιον, τό, «ποτήριόν ἐστιν ἐπίμηκες, συνηγμένον εἰς [[μέσον]] ἐπιεικῶς, ὦτα ἔχον [[μέχρι]] τοῦ πυθμένος καθήκοντα» Καλλίξενος ὁ Ρόδιος παρ’ Ἀθην. 474, Σαπφὼ 70, Φερεκύδ. 27, Κρατῖν. ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 1· καρχησίω ἀργυρῶ Συλλ. Ἐπιγρ. 139· 19, πρβλ. 140. 19, 141. 8, 150. 26·―[[οὕτως]] ὁ Οὐεργίλ. μεταχειρίζεται τὸν πληθ. carchesia· πρβλ.· Müller Archäol. D. Kunst § 299Α. ΙΙ.τὸ ἀκρότατον τοῦ ἱστοῦ, δι’ οὗ τὰ σχοινία τῶν κεραιῶν διέρχονται, καθ’ ἑνικόν, Πινδ. Ν. 5.94 ([[ἔνθα]] τὸ ζυγὸν καρχασίου [[εἶναι]] ἡ τὸ [[ἱστίον]] φέρουσα [[κεραία]]), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 1, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 565, Ἀθήν. 475Α· ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἑκ. 1261, Πλουτ. Θεμιστ. 12· πρβλ. τὸ ἑπόμ.―Ἐν Ἐπικρ. Ἀδήλ. 2. ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς διπλῆς σημασίας τῆς λέξεως (Ι καὶ ΙΙ). ΙΙΙ. ἡ ὀρθία δοκὸς γεράνου, Schneid Βιτρούβ. 10. 5.―Καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ ἐπικείμενον τῶν ἱστῶν; [[ξύλον]], καὶ [[ἐργαλεῖον]] τεκτονικὸν δελτοειδές. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |