Anonymous

κέραμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> terre de potier, argile;<br /><b>II.</b> tout objet fabriqué en terre cuite :<br /><b>1</b> vase ; <i>au sg. avec sens collect.</i> vaisselle, poterie;<br /><b>2</b> tuile, brique ; <i>au sg. avec sens collect.</i> poterie;<br /><b>3</b> prison.<br />'''Étymologie:''' R. Κραμ, brûler ; cf. <i>lat.</i> cremo.
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> terre de potier, argile;<br /><b>II.</b> tout objet fabriqué en terre cuite :<br /><b>1</b> vase ; <i>au sg. avec sens collect.</i> vaisselle, poterie;<br /><b>2</b> tuile, brique ; <i>au sg. avec sens collect.</i> poterie;<br /><b>3</b> prison.<br />'''Étymologie:''' R. Κραμ, brûler ; cf. <i>lat.</i> cremo.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κέρᾰμος''': , [[χῶμα]] ἢ [[πηλὸς]] [[χρήσιμος]] τῷ κεραμεῖ, Πλάτ. Τίμ. 60D, Ἀριστ., κλ.· κέρ. [[ὠμός]], ἀντίθετ. τῷ ὀπτώμενος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 7., 4. 6, 6· πρβλ. Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 14. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] κατεσκευασμένον ἐκ τοιούτου χώματος ἢ πηλοῦ, [[οἷον]], 1) πήλινον ἀγγεῖν οἴνου, [[στάμνος]], ἐκ κεράμων [[μέθυ]] πίνετο Ἰλ. Ι. 469, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 96· [[ὡσαύτως]] περιληπτικῶς, πήλινα σκεύη, Ἀριστοφ. Ἀχ. 902, 905, 953, κ. ἀλλ.· κ. ἐσάγεται [[πλήρης]] οἴνου, στάμνοι πλήρεις οἴνου, Ἡρόδ. 3. 6, πρβλ. 5. 88, Ἄλεξ. ἐν «Φυγάδι» 1. 3· ἴδε [[κεραμεύς]], [[κεραμίς]]. 2) «κεραμίδι», Ἀριστοφ. Σφ. 1295 (ἐπὶ τοῦ ὀστράκου χελώνης)· καὶ περιληπτικῶς, οἱ κέραμοι τῆς στέγης, τὰ «κεραμίδια», τοῦ τέγους τὸν κέραμον [[αὐτοῦ]]... χαλάζαις συντρίψομεν Ἀριστοφ. Νεφ. 1127, πρβλ. Ἀποσπ. 129, Θουκ. 2. 4. ΙΙΙ. [[εἱρκτή]], [[φυλακή]], (κατὰ τὸν Σχολ. Κυπρία [[χρῆσις]] τῆς λέξεως), χαλκέῳ ἐν κεράμῳ δέδετο Ἰλ. Ε. 387· πρβλ. χήραμος. (Πρβλ. Σανσκρ. ←ra (coquere), [[ἴσως]] συγγενὲς τῇ √ΚΡΑ, [[κεράννυμι]]). ― Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 359.
|elnltext=κέραμος -ου, ὁ [~ κεράννυμι?] pottenbakkersklei. aarden kruik:; πολλὸν δ’ ἐκ κεράμου μέθυ πίνετο er werd veel wijn gedronken uit de kruik Il. 9.469; collect. aarden vaatwerk:; εἰ κέραμός ἐστ’ ἔνδοθεν ὑμῖν ἱκανος als we voldoende vaatwerk in huis hebben Men. Sam. 290; uitbr. naar ander materiaal:. χαλκέῳ ἐν κεράμῳ δέδετο hij zat gevangen in een bronzen vat Il. 5.387. dakpan, pannendak:. κατερέφεσθαι κεράμῳ τὸ νῶτον de rug met dakpannen bedekken (van schildpadden) Aristoph. Ve. 1295; τοῦ τέγους τόν κέραμον... συντρίψομεν wij zullen het pannendak van zijn huis verpulveren Aristoph. Nub. 1127.
}}
{{elru
|elrutext='''κέρᾰμος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[горшечная глина]]: ὁ ὠμὸς κ. Arst. [[сырая глина]]; ὁ ὀπτώμενος κ. Arst. [[обожженная глина]];<br /><b class="num">2)</b> [[глиняный сосуд]], [[жбан]] (κ. [[πλήρης]] οἴνου Her.; πολλὸν ἐκ κεράμων [[μέθυ]] πίνετο Hom.);<br /><b class="num">3)</b> собир. [[глиняная посуда]] Arph.;<br /><b class="num">4)</b> [[черепица]] (ὁ κ. τοῦ τέγους Arph.; λίθοις καὶ κεράμῳ βάλλειν Thuc.);<br /><b class="num">5)</b> [[черепичная кровля]] Arph., Anth., pl. NT;<br /><b class="num">6)</b> [[скорлупа]] или [[щит]] (sc. χελώνης Arph.);<br /><b class="num">7)</b> [[темница]]: χαλκέῳ ἐν κεράμῳ [[δέδετο]] Hom. в [[медной темнице был заключен]] (Арей).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''κέρᾰμος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> ύλη κεραμέα, [[πηλός]] κεραμέα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε φτιαγμένο από [[χώμα]], όπως·<br /><b class="num">1.</b> πήλινο [[αγγείο]], [[κανάτα]] για [[κρασί]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· επίσης περιληπτικά, κεραμική, σε Αριστοφ.· κ. ἐσάγεται [[πλήρης]] οἴνου, κανάτες γεμάτες [[κρασί]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κεραμίδι]] και με περιληπτική [[σημασία]], κεραμίδια της στέγης, σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[ειρκτή]], [[φυλακή]], που χρησιμοποιείται για να δεσμεύσει κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κέρᾰμος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> ύλη κεραμέα, [[πηλός]] κεραμέα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε φτιαγμένο από [[χώμα]], όπως·<br /><b class="num">1.</b> πήλινο [[αγγείο]], [[κανάτα]] για [[κρασί]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· επίσης περιληπτικά, κεραμική, σε Αριστοφ.· κ. ἐσάγεται [[πλήρης]] οἴνου, κανάτες γεμάτες [[κρασί]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κεραμίδι]] και με περιληπτική [[σημασία]], κεραμίδια της στέγης, σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[ειρκτή]], [[φυλακή]], που χρησιμοποιείται για να δεσμεύσει κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κέρᾰμος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[горшечная глина]]: ὁ ὠμὸς κ. Arst. [[сырая глина]]; ὁ ὀπτώμενος κ. Arst. [[обожженная глина]];<br /><b class="num">2)</b> [[глиняный сосуд]], [[жбан]] (κ. [[πλήρης]] οἴνου Her.; πολλὸν ἐκ κεράμων [[μέθυ]] πίνετο Hom.);<br /><b class="num">3)</b> собир. [[глиняная посуда]] Arph.;<br /><b class="num">4)</b> [[черепица]] (ὁ κ. τοῦ τέγους Arph.; λίθοις καὶ κεράμῳ βάλλειν Thuc.);<br /><b class="num">5)</b> [[черепичная кровля]] Arph., Anth., pl. NT;<br /><b class="num">6)</b> [[скорлупа]] или [[щит]] (sc. χελώνης Arph.);<br /><b class="num">7)</b> [[темница]]: χαλκέῳ ἐν κεράμῳ [[δέδετο]] Hom. в [[медной темнице был заключен]] (Арей).
|lstext='''κέρᾰμος''': , [[χῶμα]] ἢ [[πηλὸς]] [[χρήσιμος]] τῷ κεραμεῖ, Πλάτ. Τίμ. 60D, Ἀριστ., κλ.· κέρ. [[ὠμός]], ἀντίθετ. τῷ ὀπτώμενος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 7., 4. 6, 6· πρβλ. Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 14. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] κατεσκευασμένον ἐκ τοιούτου χώματος ἢ πηλοῦ, [[οἷον]], 1) πήλινον ἀγγεῖν οἴνου, [[στάμνος]], ἐκ κεράμων [[μέθυ]] πίνετο Ἰλ. Ι. 469, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 96· [[ὡσαύτως]] περιληπτικῶς, πήλινα σκεύη, Ἀριστοφ. Ἀχ. 902, 905, 953, κ. ἀλλ.· κ. ἐσάγεται [[πλήρης]] οἴνου, στάμνοι πλήρεις οἴνου, Ἡρόδ. 3. 6, πρβλ. 5. 88, Ἄλεξ. ἐν «Φυγάδι» 1. 3· ἴδε [[κεραμεύς]], [[κεραμίς]]. 2) «κεραμίδι», Ἀριστοφ. Σφ. 1295 (ἐπὶ τοῦ ὀστράκου χελώνης)· καὶ περιληπτικῶς, οἱ κέραμοι τῆς στέγης, τὰ «κεραμίδια», τοῦ τέγους τὸν κέραμον [[αὐτοῦ]]... χαλάζαις συντρίψομεν Ἀριστοφ. Νεφ. 1127, πρβλ. Ἀποσπ. 129, Θουκ. 2. 4. ΙΙΙ. [[εἱρκτή]], [[φυλακή]], (κατὰ τὸν Σχολ. Κυπρία [[χρῆσις]] τῆς λέξεως), χαλκέῳ ἐν κεράμῳ δέδετο Ἰλ. Ε. 387· πρβλ. χήραμος. (Πρβλ. Σανσκρ. ←ra (coquere), [[ἴσως]] συγγενὲς τῇ √ΚΡΑ, [[κεράννυμι]]). ― Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 359.
}}
{{elnl
|elnltext=κέραμος -ου, ὁ [~ κεράννυμι?] pottenbakkersklei. aarden kruik:; πολλὸν δ’ ἐκ κεράμου μέθυ πίνετο er werd veel wijn gedronken uit de kruik Il. 9.469; collect. aarden vaatwerk:; εἰ κέραμός ἐστ’ ἔνδοθεν ὑμῖν ἱκανος als we voldoende vaatwerk in huis hebben Men. Sam. 290; uitbr. naar ander materiaal:. χαλκέῳ ἐν κεράμῳ δέδετο hij zat gevangen in een bronzen vat Il. 5.387. dakpan, pannendak:. κατερέφεσθαι κεράμῳ τὸ νῶτον de rug met dakpannen bedekken (van schildpadden) Aristoph. Ve. 1295; τοῦ τέγους τόν κέραμον... συντρίψομεν wij zullen het pannendak van zijn huis verpulveren Aristoph. Nub. 1127.
}}
}}
{{etym
{{etym