Anonymous

κίχλη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης (ἡ) :<br />grive, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté à [[χελιδών]].
|btext=ης (ἡ) :<br />grive, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté à [[χελιδών]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κίχλη''': ῐ φύσει, , «[[τσίχλα]]», πτηνόν, λατ. turdus, κίχλαι τανυσίπτεροι Ὀδ. Χ. 468· συχνὸν παρ’ Ἀριστοφ. καὶ ἄλλοις κωμικοῖς· ὁ Ἀριστ. διακρίνει αὐτῆς [[τρία]] εἴδη: τὴν ἰξοβόρον, τὴν τριχάδα, t. pilaris, καὶ τὴν ἰλιάδα, t. Iliacus, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 20· ― Δωρ. [[κιχήλα]], Ἐπίχ. 108 Ahr., Ἀριστοφ. Νεφ. 339· παρὰ μεταγενεσ. κίχλα, Ἀλέξ. Τραλλ., Γεωπ. 15. 1, 19. ΙΙ. [[ἰχθὺς]] [[θαλάσσιος]] labrus, κληθεὶς [[οὕτως]] ἐκ τοῦ χρώματος, Ἐπίχ. 36 Ahr., Ἀντιμ. Ἀποσπ. 18, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3.
|elnltext=κίχλη -ης, ἡ lijster (vogel).
}}
{{elru
|elrutext='''κίχλη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[дрозд]] Hom., Arph., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[рыба]] (предполож.) губан Arst.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κίχλη:''' (ῐ <i>φύσει</i>), ἡ, το [[πτηνό]] «[[τσίχλα]]», Λατ. [[turdus]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.
|lsmtext='''κίχλη:''' (ῐ <i>φύσει</i>), ἡ, το [[πτηνό]] «[[τσίχλα]]», Λατ. [[turdus]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κίχλη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[дрозд]] Hom., Arph., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[рыба]] (предполож.) губан Arst.
|lstext='''κίχλη''': ῐ φύσει, , «[[τσίχλα]]», πτηνόν, λατ. turdus, κίχλαι τανυσίπτεροι Ὀδ. Χ. 468· συχνὸν παρ’ Ἀριστοφ. καὶ ἄλλοις κωμικοῖς· ὁ Ἀριστ. διακρίνει αὐτῆς [[τρία]] εἴδη: τὴν ἰξοβόρον, τὴν τριχάδα, t. pilaris, καὶ τὴν ἰλιάδα, t. Iliacus, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 20· ― Δωρ. [[κιχήλα]], Ἐπίχ. 108 Ahr., Ἀριστοφ. Νεφ. 339· παρὰ μεταγενεσ. κίχλα, Ἀλέξ. Τραλλ., Γεωπ. 15. 1, 19. ΙΙ. [[ἰχθὺς]] [[θαλάσσιος]] labrus, κληθεὶς [[οὕτως]] ἐκ τοῦ χρώματος, Ἐπίχ. 36 Ahr., Ἀντιμ. Ἀποσπ. 18, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3.
}}
{{elnl
|elnltext=κίχλη -ης, ἡ lijster (vogel).
}}
}}
{{etym
{{etym