Anonymous

κατάπονος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />fatigué, épuisé.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πόνος]].
|btext=ος, ον :<br />fatigué, épuisé.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πόνος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατάπονος''': -ον, καταπεπονημένος, ἐξηντλημένος, καθάπερ [[ἔφεδρος]] ἀθλητὴς καταπόνῳ προσενεχθεὶς Πλουτ. Σύλλ. 29· ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 25. ΙΙ. [[κοπιώδης]], [[ἐπίπονος]], πόνους προξενῶν, [[ὀχληρός]], [[λατρεία]] Μακκαβ. 3. 4, 14.
|elnltext=κατά-πονος -ον afgemat:. ἀθλητὴς κατάπονος een uitgeputte atleet Plut. Sull. 29.1. waaraan veel moeite is besteed.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάπονος:''' [[ослабленный]], [[изнуренный]], [[надломленный]] (τὴν ψυχήν Plut.): ποιεῖν ἀμφοτέρους καταπόνους ὑπ᾽ [[ἀλλήλων]] Plut. предоставить обеим сторонам ослаблять друг друга; τῆς δυνάμεως ὑπερτόνου γενομένης καὶ καταπόνου Plut. когда силы перенапряглись и (затем) надорвались.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατάπονος:''' -ον, κουρασμένος, [[κατάκοπος]], εξουθενωμένος, σε Πλούτ.
|lsmtext='''κατάπονος:''' -ον, κουρασμένος, [[κατάκοπος]], εξουθενωμένος, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατάπονος:''' [[ослабленный]], [[изнуренный]], [[надломленный]] (τὴν ψυχήν Plut.): ποιεῖν ἀμφοτέρους καταπόνους ὑπ᾽ [[ἀλλήλων]] Plut. предоставить обеим сторонам ослаблять друг друга; τῆς δυνάμεως ὑπερτόνου γενομένης καὶ καταπόνου Plut. когда силы перенапряглись и (затем) надорвались.
|lstext='''κατάπονος''': -ον, καταπεπονημένος, ἐξηντλημένος, καθάπερ [[ἔφεδρος]] ἀθλητὴς καταπόνῳ προσενεχθεὶς Πλουτ. Σύλλ. 29· ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 25. ΙΙ. [[κοπιώδης]], [[ἐπίπονος]], πόνους προξενῶν, [[ὀχληρός]], [[λατρεία]] Μακκαβ. 3. 4, 14.
}}
{{elnl
|elnltext=κατά-πονος -ον afgemat:. ἀθλητὴς κατάπονος een uitgeputte atleet Plut. Sull. 29.1. waaraan veel moeite is besteed.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κατά]]-πονος, ον<br />[[tired]], wearied, Plut.
|mdlsjtxt=[[κατά]]-πονος, ον<br />[[tired]], wearied, Plut.
}}
}}